Σάββατο 22 Ιουνίου 2019

ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 8 ΙΟΥΛΙΟΥ 2016

Άριθμός 27 
ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Ματθ. θ’ 1-8)
8 Ἰουλίου 2018
«Ἰδόντες οἱ ὄχλοι ἐθαύμασαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεόν, τὸν δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην τοῖς ἀνθρώποις»
(Ματθ. θ’ 8)
Κατάπληκτοι ἔμειναν οἱ ὄχλοι, Χριστιανοί μου, μπροστὰ σὲ τρία θαυμαστὰ γεγονότα, ὅπως τὰ περιγράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος. Ποιὰ εἶναι αὐτά; Ἄκουσαν τὸν Χριστὸ νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες, γεγονὸς, πρωτοφανὲς, στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας. Τὸν εἶδαν νὰ ἀποκαλύπτει τοὺς πλέον ἀπόκρυφους διαλογισμοὺς τῶν γραμματέων, πράγμα, ποὺ μαρτυροῦσε ὑπερφυσικὴ ἱκανότητα. Καὶ τρίτον, νὰ θεραπεύει τὸν παραλυτικὸ, μὲ ἕνα Του μόνο λόγο, γεγονὸς, ποὺ φανέρωνε θεϊκὴ Του δύναμη.
Φυσικὰ, οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ἀγνοοῦσαν, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ καὶ Θεός, Θεάνθρωπος. Αὐτὸ, ἄλλωστε, οὔτε οἱ Μαθητές Του δὲν τὸ εἶχαν ἐννοήσει. Οἱ κάτοικοι τῆς Καπερναοὺμ νόμιζαν, ὅτι ἦταν ἕνας δίκαιος ἄνθρωπος, ἕνας προφήτης, στὸν ὁποῖο, γιὰ τὴν ἀρετή Του, Τοῦ εἶχε δώσει ὁ Θεὸς τέτοιες ἐξουσίες. Γι’ αὐτὸ «ὅταν εἶδαν αὐτὰ, ποὺ ἔγιναν, ἐδόξασαν τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος ἔδωσε τόσο μεγάλη ἐξουσία στὸν Ἰησοῦν».
Τὸ γεγονὸς αὐτό, ὅτι δηλαδὴ οἱ ἁπλοϊκοὶ ἐκεῖνοι ἄνθρωποι δόξασαν τὸν Θεὸ καὶ, φυσικὰ, ἐπαίνεσαν καὶ τὸν Ἰησοῦ, εἶναι πολὺ διδακτικὸ, γιὰ ὅλους μας. Διδάσκει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ εἶναι πρόθυμος νὰ δοξάζει τὸν Θεὸ, γιὰ ὅσα θαυμαστὰ πραγματοποίησε καὶ πραγματοποιεῖ, νὰ ἀπονέμει τὸν δίκαιο ἔπαινο στοὺς ἐνάρετους καὶ τοὺς ἐργάτες τοῦ καλοῦ. Ἐνῶ, ὅμως, τὸ καθῆκον αὐτὸ εἶναι αὐτονόητο καὶ δὲν ὑπάρχει κανένας λογικὸς ἄνθρωπος, ποὺ νὰ τὸ ἀμφισβητεῖ, στὴν πράξη, ὅμως, δὲν τὸ βλέπουμε πάντοτε. Ἐμεῖς, οἱ ἄνθρωποι, δύσκολα ἐπαινοῦμε τὸν καλὸ ἄνθρωπο καὶ τὸ καλὸ ἔργο. Εἴμαστε μᾶλλον πρόθυμοι νὰ ἐπικρίνουμε καὶ νὰ κατακρίνουμε ὄχι μόνο τοὺς κακοὺς – ποὺ καὶ αὐτὸ τὸ ἀπαγορεύει ὁ Θεὸς – ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐνάρετους, τοὺς ἐργάτες τῶν καλῶν ἔργων, αὐτοὺς, ποὺ θυσιάζουν τὸν ἑαυτό τους, γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν ἄλλων.
Βλέπουμε κάποιον νὰ μελετᾶ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, νὰ ἐκκλησιάζεται ἀνελλιπῶς καὶ νὰ μετέχει τακτικὰ στὰ Ἱερὰ Μυστήρια, νὰ εἶναι προσεκτικὸς στὴ ζωή του καὶ τίμιος στὶς συναλλαγές του, νὰ παιδαγωγεῖ, μὲ φόβο Θεοῦ, τὴν Οἰκογένειά του, νὰ εἶναι εὐγενής στὶς κοινωνικές του σχέσεις καὶ συνεπὴς στὶς ὑποχρεώσεις του. Βλέπουμε ὅλα αὐτὰ καὶ πολλὰ ἄλλα πλεονεκτήματά του καὶ, μᾶλλον, στενοχωρούμαστε. Σὰν νὰ θέλαμε νὰ μὴν εἶναι τέτοιος, ὅπως τὸν περιγράψαμε, τόσο καλὸς καὶ ἐνάρετος ἄνθρωπος.
Ψάχνουμε, δῆθεν, ἀπὸ ἀφέλεια, πραγματικὰ ὅμως ἀπὸ μία νοσηρὰ διάθεση, νὰ τοῦ βροῦμε ψεγάδια, ἀδυναμίες. Κι ἂν βροῦμε κάτι, ἔστω καὶ ἀσήμαντο, τὸ μεγεθύνουμε, τὸ χρωματίζουμε, τὸ ἐπιδεινώνουμε, γιὰ νὰ ἐπισκιάσουμε, μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ, τὴν ἀρετή του. Κι ἂν δὲν βροῦμε, δὲν δυσκολευόμαστε νὰ ποῦμε: «Ποιὸς ξέρει τί κρύβεται πίσω ἀπὸ τὴν ἀθώα αὐτὴ ἐμφάνιση. Ὑπάρχουν πολλοὶ ὑποκριτὲς στὸν κόσμο». Τὸ ἴδιο κάνουμε καὶ γιὰ τὰ καλὰ ἔργα. Τὰ λεπτολογοῦμε, τὰ ἐρευνοῦμε, μήπως καὶ δὲν εἶναι τόσο καλά, ὅσο φαίνονται. Μπορεῖ, κάποιες στιγμὲς, νὰ ποῦμε: «ποιὸς ξέρει, γιατί τὰ κάνει τὰ καλὰ αὐτὰ ἔργα. Ποιὸς ξέρει τί ἐπιδιώξεις κρύβονται πίσω ἀπ’ αὐτά». Καὶ ἔτσι, ἀντὶ νὰ εἴμαστε εὐχαριστημένοι καὶ νὰ δοξάζουμε τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἀποδίδουμε τὸν δίκαιο ἔπαινο στὸν ἐνάρετο καὶ στὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς, στεναχωριόμαστε καὶ εἴμαστε πρόθυμοι καὶ πολὺ πρόχειροι στὴ δυσμενῆ κριτική.
Γιατί συμβαίνει, ὅμως, αὐτὸ, ἀλήθεια; Τί εἶναι ἐκεῖνο, ποιὰ εἶναι ἡ αἰτία, ποὺ μᾶς ἐμποδίζει καὶ μᾶς κλείνει τὸ στόμα, ὥστε νὰ μὴ ποῦμε ἕνα καλὸ λόγο, ἕνα «εὖγε», γιὰ τὰ καλὰ ἔργα, πού βλέπουμε; Ἡ αἰτία δὲν ὑπάρχει βέβαια στὰ καλὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα ὅταν γίνονται πρὸς δόξαν Θεοῦ καὶ ἐξυπηρέτηση τῶν ἀνθρώπων, εἶναι πάντοτε ἀξιέπαινα. Ἡ αἰτία ὑπάρχει μέσα μας. Εἶναι ὁ ἐγωισμός, ὁ ὁποῖος σὰν νὰ πληγώνεται ἀπὸ τὴν ἀρετὴ καὶ τὰ καλὰ ἔργα τοῦ δίκαιου ἀνθρώπου. Θιγόμαστε κι ἐμεῖς ἐσωτερικὰ καὶ ὑποφέρουμε. Ἡ συνείδηση μᾶς λέει, ὅτι «καὶ ἐσὺ ἔπρεπε νὰ εἶσαι σὰν ἐκεῖνον, προσεκτικὸς καὶ ἐνάρετος στὴ ζωή σου, πρόθυμος καὶ γρήγορος στὰ καλὰ ἔργα». Βλέπουμε, ἴσως χωρὶς νὰ τὸ θέλουμε, τὸν συνάνθρωπό μας ἀνώτερο ἀπό μᾶς. Καὶ αὐτὴ ἡ ὑπεροχὴ του μᾶς θλίβει, μᾶς στεναχωρεῖ, μᾶς πληγώνει ἀφάνταστα, σὰν νὰ τὴν ἔχει πάρει ἀπὸ μᾶς ἢ σὰν νὰ μᾶς ἀνῆκε καὶ αὐτὸς μᾶς πρόλαβε.
Γιὰ νὰ μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νὰ βλέπει ἀπροκατάληπτα τὸν καλὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ τὸν θαυμάζει καὶ νὰ τὸν ἐπαινεῖ, πρέπει νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὶς νοσηρές, τὶς ἐγωπαθεῖς αὐτὲς καταστάσεις. Πρέπει νὰ καλλιεργήσει μέσα του ἕνα πνεῦμα ἀνωτερότητας· καθαρότητα καρδιᾶς καὶ φωτεινότητα κρίσεως, εἰλικρινῆ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Νὰ βλέπει τὸ καλὸ ὡς ἔργο, ποὺ τὸ θέλει ὁ Θεὸς καὶ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς πραγματοποιεῖ διὰ μέσου τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νὰ δοξάζεται αὐτὸ καὶ νὰ ἐξυπηρετοῦνται οἱ ἄνθρωποι. Νὰ χαιρόμαστε, μὲ ὅλη μας τὴν καρδιά, ὅταν ὑπάρχουν πολλοὶ καλοὶ ἄνθρωποι μέσα στὴν κοινωνία καὶ ὅταν πολλὰ καλὰ ἔργα πραγματοποιοῦνται. Μία τέτοια κοινωνία, ποὺ ἔχει ἐνάρετους ἀνθρώπους, εἶναι εὐτυχισμένη.
Χριστιανοί μου,
Ἂς διδαχθοῦμε, λοιπόν, ἀπὸ τὸ παράδειγμα τῶν κατοίκων τῆς Καπερναοὺμ καὶ ἂς δοξάζουμε εἰλικρινὰ τὸν Θεὸ, γιὰ τὰ καλὰ ἔργα, ποὺ βλέπουμε, νὰ ἐπαινοῦμε, μὲ πολὺ προθυμία, τοὺς ἐργάτες τοῦ καλοῦ καὶ νὰ τοὺς ἐνθαρρύνουμε μάλιστα. Τὰ καλὰ ἔργα εἶναι «φῶς Χριστοῦ» μέσα στὴν κοινωνία. «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου