Σάββατο 22 Ιουνίου 2019

ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 24 ΜΑΡΤΙΟΥ

Ἀριθμός 12
Β΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
(Ἑβρ. α΄ 10– β΄3)
24 Μαρτίου 2019
«πῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα τηλικαύτης ἀμελήσαντες σωτηρίας;» ( ‘Εβρ. Β΄,3).


Δεύτερη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν σήμερα, καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς ὑπενθυμίζει νὰ μὴ ἀμελοῦμε τὴν σωτηρία μας. Καὶ γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἀντιπαραβάλλει τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ πρὸ αἰώνων Θεός, μὲ τοὺς λόγους τῶν ἀγγέλων ποὺ συναντᾶμε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη.
Καὶ συνεχίζει μὲ τὴν ἑξῆς ἐρώτηση: «σὲ ποιὸν ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους εἶπε ποτὲ (ὁ Θεός), “κάτσε στὰ δεξιά μου μέχρι νὰ ὑποτάξω στὰ πόδια σου τοὺς ἐχθροὺς σού”; δὲν εἶναι ὅλοι (οἱ ἄγγελοι) λειτουργικὰ πνεύματα, ποῦ ἀποστέλλονται σὲ διακονία γιὰ ἐκείνους πού πρόκειται νὰ κληρονομήσουν τὴν σωτηρία;». Ἕνα κοινὸ σημεῖο καὶ μία μεγάλη διαφορὰ ἔχει ὁ Χριστὸς ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους. Τὸ κοινὸ σημεῖο, εἶναι ὅτι ὁ λόγος καὶ τῶν δύο εἶναι λόγος ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀποσκοπεῖ στὴν σωτηρία μας· ἡ δὲ διαφορά, ὅτι ὁ μὲν λόγος τῶν ἀγγέλων εἶναι ἔμμεσος, κατόπιν ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, τοῦ δὲ Χριστοῦ ἄμεσος, καθότι «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ὑμὶν» (Ἰω. 1.14). Γὶ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς Πατὴρ ἀπευθύνεται στὸν Θεὸ Λόγο μὲ λόγια τὰ ὁποία δὲν εἶπε ποτὲ στοὺς ἀγγέλους, καὶ τὸν θέτει ἐκ δεξιῶν του, ἐπειδὴ εἶναι «φῶς ἐκ φωτός, Θεὸς ἀληθινὸς ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ».
Ἡ βαρύτητα τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ, ἑπομένως, θὰ πρέπει νὰ μᾶς καθιστὰ προσεκτικοὺς στὴν ζωή μας. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ ἀπόστολος Παῦλος καταλήγει λέγοντας: «Γὶ αὐτὸ πρέπει ἐμεῖς νὰ προσέχουμε πολὺ περισσότερο αὐτὰ ποὺ ἔχουμε ἀκούσει, μήπως κάποια στιγμὴ παρασυρθοῦμε. Γιατί, ἂν ὁ λόγος τὸν ὁποῖο διατύπωσαν οἱ ἄγγελοι ἀποδείχθηκε ἀληθινός, καὶ κάθε παράβαση καὶ παρακοὴ ἔλαβε τὸν δίκαιο μισθό της, πῶς ἐμεῖς θὰ ξεφύγουμε ἐὰν ἀμελήσουμε τόσο μεγάλη σωτηρία; ἡ ὁποία, ἀφοῦ ἄρχισε νὰ κηρύττεται ἀπὸ τὸν Κύριο, βεβαιώθηκε σὲ ἐμᾶς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὸν ἄκουσαν». Γνωρίζουμε, μᾶς λέει, ὅτι ὁ λόγος τῶν ἀγγέλων ἀποδείχθηκε ἀληθινός, καὶ ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ἀθέτησαν τελικὰ ἀνταμείφθηκαν μὲ δίκαιη τιμωρία. Γνωρίζουμε ἐπίσης, ὅτι ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι λόγος ἀληθινὸς καὶ σωτήριος, καὶ ὅτι ἔχει μεταδοθεῖ σὲ ἐμᾶς ἀπὸ τοὺς αὐτόπτες καὶ αὐτήκοους μάρτυρες, τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους καὶ Εὐαγγελιστές. Ἑπομένως, τί θὰ μᾶς συμβεῖ ἐὰν ἀθετήσουμε τὴν ἴδια μᾶς τὴν σωτηρία; Ἄρα, ὀφείλουμε νὰ εἴμαστε διπλὰ προσεκτικοί, ὥστε νὰ μὴ παρασυρθοῦμε.
Δὲν εἶναι δύσκολο νὰ παρασυρθοῦμε, καὶ μάλιστα ἔχει πολλὲς μορφὲς ἡ πλάνη. Πολλὲς φορὲς διαμορφώνουμε μία δική μας ἀντίληψη γιὰ τὴν σημασία τῶν λόγων τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ ὁποία μάλιστα δὲν ἀπέχει καὶ πολὺ ἀπὸ τὸ νὰ μᾶς ὁδηγήσει σὲ αἵρεση. Ἄλλοτε παρασυρόμαστε ἀπὸ τὶς ἐπιθυμίες καὶ ἀπὸ τὶς ἡδονὲς τοῦ βίου, τρεφόμενοι μὲ ξυλοκέρατα, ὡσὰν τὸν ἄσωτο υἱό. Ἄλλοτε πάλι γινόμαστε κριτὲς τῆς οἰκουμένης, καὶ στέλνουμε τοὺς ἀδελφούς μας στὸν παράδεισο ἢ στὴν κόλαση, λὲς καὶ εἴμαστε καρδιογνῶστες, λησμονώντας τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου μας «μὴ κρίνετε, ἴνα μὴ κριθῆτε» (Μάτθ. 7.1) Ἄλλοτε πάλι, ὁ πειρασμὸς ἔρχεται νὰ ἐνσπείρει μύριους λογισμοὺς στὴν καρδιά μας, κυρίως ἐκ τῶν δεξιῶν, στοὺς ὁποίους ὑποκύπτουμε· καὶ στὴν συνέχεια μᾶς ἐλέγχει, ὄχι γιὰ νὰ μετανοήσουμε ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἀπόγνωση, στὴν ἀκηδία, στὴν ἀπελπισία, στὸν πνευματικὸ θάνατο, ὅπως ἔπραξε μὲ τὸν Ἰούδα. Ἄλλοτε πάλι, νομίζουμε ὅτι ἐπειδὴ τηρήσαμε δύο-τρεῖς ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ κρατήσαμε τὴν νηστεία ἢ κάναμε καὶ καμιὰ ἐλεημοσύνη, μᾶς ὀφείλει καὶ τὸν παράδεισο· καὶ λησμονοῦμε ὅτι τὰ ἔργα μας δὲν πρέπει νὰ διακατέχονται οὔτε ἀπὸ τὸν φόβο τῆς κολάσεως, οὔτε ἀπὸ τὴν προσδοκία τῆς μελλοντικῆς ἀνταποδώσεως, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, ἡ ὁποία καθρεφτίζεται καὶ καλλιεργεῖται μέσα ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον· γιατί «ἡ ἀγάπη οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς» (Ἃ' Κόρ. 13.5).
Ὅλα αὐτὰ μᾶς τὰ θυμίζει σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος, προκειμένου νὰ συνεχίσουμε τὸν ἀγώνα μας, καὶ εἰδικὰ ἐτούτη τὴν εὐλογημένη περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσαρακοστῆς, μὲ ἀδιάπτωτο σθένος, μὲ νήψη, δηλαδὴ μὲ προσοχὴ μεγάλη καὶ ἐπιφυλακὴ τῶν πνευματικῶν μας αἰσθήσεων, μὲ πίστη στὰ σωτήρια λόγια του Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, μὲ μετάνοια, μὲ ἐξομολόγηση καρδίας, μὲ προσευχὴ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ μὲ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Ἂς μὴ ἀθετήσουμε, λοιπόν, τὴν σωτηρία μας, ἂς μὴ ἀποκάμουμε ἀπὸ τὶς τρικυμίες τοῦ βίου, ἂς κάνουμε πράξη στὴν ζωή μας τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶπε ὅτι «ἐὰν τὶς ἀγαπᾶ μέ, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ' αὐτῶ ποιήσομεν» (Ἰω. 14.23). Ἡ ἀρχὴ δηλαδὴ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸ εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν του, καὶ τὸ τέλος αὐτῆς εἶναι ἡ κοινωνία μὲ τὸν Θεό, τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου