ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Ἀριθμὸς 17
26 Ἀπριλίου 2015
Κυριακή τῶν Μυροφόρων
(Πράξ. στ΄, 1-7)
«Ἐγένετο γογγυσμός τῶν ἑλληνιστῶν πρός τούς Ἑβραίους»
(Πράξ. στ΄, 1)
Στήν πρώτη Ἐκκλησία, ἀδελφοί μου, στήν ἀποστολική ἐποχή, ἡ ἀρετή τῶν πιστῶν εἶχε φθάσει σέ μεγάλα ὕψη πού προκαλοῦσε τόν θαυμασμό τῶν εἰδωλολατρῶν καί τῶν ἀπίστων ἀκόμη.
Οἱ ἄνθρωποι πού ἄκουγαν τό κήρυγμα τῶν ἀποστόλων καί ἔβλεπαν πῶς ζοῦσαν οἱ πρῶτοι χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ἔκαναν πράξη τό κήρυγμα, μετανοοῦσαν, πίστευαν καί βαφτίζονταν ἐπειδή ἀκριβῶς ζήλευαν, μέ τήν καλή ἔννοια, αὐτούς τούς πρώτους χριστιανούς.
Οἱ ἄνθρωποι πού ἄκουγαν τό κήρυγμα τῶν ἀποστόλων καί ἔβλεπαν πῶς ζοῦσαν οἱ πρῶτοι χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ἔκαναν πράξη τό κήρυγμα, μετανοοῦσαν, πίστευαν καί βαφτίζονταν ἐπειδή ἀκριβῶς ζήλευαν, μέ τήν καλή ἔννοια, αὐτούς τούς πρώτους χριστιανούς.
Ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ μας «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» εἶχε ἐφαρμοσθεῖ ἀπό τούς πιστούς, μέ ἀποτέλεσμα τή δημιουργία μιᾶς νέας κοινωνίας πού δέν μποροῦσαν νά φανταστοῦν καί οἱ μεγαλύτεροι μεταρρυθμιστές τῆς κοινωνίας. Τό μῖσος πού διαιρεῖ τούς ἀνθρώπους σέ κόμματα καί φατρίες εἶχε παραμερισθεῖ ἀπό τήν ἀγάπη πού ἑνώνει καί φέρνει τήν εὐτυχία.
Δέν ζοῦσαν μόνο γιά τόν ἑαυτό τους καί τήν οἰκογένειά τους, δέν ζοῦσαν γιά τά ἐλεεινά μικροσυμφέροντά τους, δέν ἔβλεπαν πῶς θά αὐξήσουν τήν περιουσία τους εἰς βάρος τῶν ἄλλων. Ἡ ἀγάπη τούς εἶχε ὁδηγήσει σέ κάτι διαφορετικό, σέ κάτι μεγαλειῶδες πού τό θαύμαζαν ὅλοι. Ζοῦσαν γιά τούς ἄλλους, γιά τήν κοινότητα. Δέν ἔβλεπαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο σάν ἐχθρό ἀλλά σάν φίλο, πολύ περισσότερο σάν ἀδελφό μέ κοινό Πατέρα τό Θεό. Ὅταν ἐκφωνοῦσαν τό «Πάτερ ἡμῶν» ἔνιωθαν αὐτή τήν ἑνότητα καί θερμαίνονταν οἱ καρδιές τους.
Τά ὑλικά ἀγαθά πού εἶχαν δέν τά θεωροῦσαν ὡς μέσα γιά τή δική τους ἐξυπηρέτηση, ἀδιαφορώντας γιά τούς ἄλλους, ἀλλά ὡς μέσα γιά τήν ἐξυπηρέτηση ὅλης τῆς κοινότητας. Ἔκλαιγε κάποιος; Χίλια χέρια ἦταν ἕτοιμα νά σκουπίσουν τά δάκρυά του. Δέν ὑπῆρχαν φτωχοί πού ἀναγκάζονταν νά ζητιανέψουν γιατί ὅλα ἦταν κοινά. Ἡ ἀλληλεγγύη ἦταν θαυμαστή. Καί ὅπως ὅταν πάσχει ἕνα μέλος τοῦ ἀνθρώπινου σώματος συμπάσχει ὅλο τό σῶμα, ἔτσι καί οἱ χριστιανοί τῆς πρώτης ἐκείνης ἐποχῆς ἐνδιαφέρονταν καί συνέπασχαν στίς ἀνάγκες τῶν ἀδελφῶν τους.
Μόνο ἄνθρωποι πού λατρεύουν τόν Τριαδικό Θεό καί ὄχι τήν ὕλη τήν ὁποία θεωροῦν ὡς μέσο γιά τήν πραγματοποίηση ἑνός ἰδεώδους, αὐτοί μόνο μποροῦν νά ζήσουν ἀγγελική ζωή. Ὅταν ὅμως ἀπό τήν καρδιά ξεριζώνεται ὁ Θεός καί παίρνει τή θέση του τό χρῆμα, τό συμφέρον, τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἐγωιστής, κτῆνος καί εἶναι ἀδύνατον νά ζήσει αὐτή τήν ἀνώτερη ζωή.
Ἀλλά καί σ’ αὐτή τήν ἰδεώδη κοινωνία «πληθυνόντων τῶν μαθητῶν» ἀκούσθηκαν παράπονα. Οἱ Ἑβραῖοι Χριστιανοί πού εἶχαν τήν καταγωγή τους ἀπό ξένες χῶρες καί μιλοῦσαν τήν ἑλληνική γλῶσσα, γι’ αὐτό λέγονταν ἑλληνιστές, ἄρχισαν νά παραπονοῦνται, νά γογγύζουν. Ἡ αἰτία; Στή διανομή τροφίμων ἄρχισαν νά γίνονται ἀδικίες καί νά παραμερίζονται οἱ χῆρες τῶν ἑλληνιστῶν ἀπό τούς Ἑβραίους Χριστιανούς. Ἡ μερίδα τῶν ἑλληνιστῶν Ἰουδαίων ἦταν ἡ πιό φτωχή τῆς κοινότητας. Ἐπειδή κατοικοῦσαν σέ ξένες χῶρες, δέν εἶχαν περιουσία ὅπως οἱ ντόπιοι καί ἡ προσφορά τους στό κοινό ταμεῖο ἦταν μικρή. Οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ δέν ἔκαναν καμμία διάκριση μεταξύ τῶν δύο αὐτῶν ὁμάδων. Φαίνεται ὅμως ὅτι διάφοροι Ἑβραῖοι τῆς Ἱερουσαλήμ πού βοηθοῦσαν στά συσσίτια ἔκαναν κάποιες διακρίσεις, μέ τή σκέψη πώς ἀφοῦ προσφέρετε λιγότερα δικαιοῦσθε καί λιγότερα.
Οἱ Ἀπόστολοι φυσικά δέν ἀδιαφόρησαν γιὰ τό ζήτημα. Κάλεσαν ὅλους τοὺς πιστούς καί εἶπαν: «Δέν εἶναι σωστό καί ἀρεστό στό Θεό νά ἀφήσουμε τό κήρυγμα τοῦ Θείου Λόγου καί νά ὑπηρετοῦμε στά τραπέζια τοῦ φαγητοῦ. Γι’ αὐτό ἐκλέξετε ἀνάμεσά σας ἑπτά ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι νά ἔχουν καλή μαρτυρία ἀπό ὅλους, νά εἶναι δέ γεμᾶτοι ἀπό Ἅγιο Πνεῦμα καί σοφία, τούς ὁποίους ἐμεῖς θά ἐγκαταστήσουμε στήν ὑπηρεσία αὐτή». Βλέπουμε ὅτι οἱ Ἀπόστολοι δέν ἄρχισαν τίς παρατηρήσεις, δέν ἔστησαν δικαστήρια γιά νά τιμωρήσουν τούς φταῖχτες. Λειτούργησαν μέ δημοκρατικό τρόπο καί ἡ πρότασή τους ἔγινε δεκτή ἀπό ὅλους μέ ἀνακούφιση. Ἐκεῖνο πού ἐντυπωσιάζει εἶναι τά προσόντα πού ζήτησαν οἱ Ἀπόστολοι γιά τούς ἑπτά διακόνους: «Πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καί σοφίας». Ὄχι μόνο δραστήριοι καί ἔξυπνοι, ἀλλά νά ἔχουν καί πνευματική ζωή. Γιά ἕνα ἔργο ὑλικό ζητοῦν ἀπό αὐτούς τούς ἐργάτες νά ἔχουν γεμάτη τήν ψυχή τους ἀπό Ἅγιο Πνεῦμα.
Καί στήν πιό καλλιεργημένη χριστιανική κοινωνία, ἀφοῦ αὐτή ἀποτελεῖται ἀπό ἀτελεῖς ἀνθρώπους, θά ἀκούγονται παράπονα καί γογγυσμοί. Ὑπάρχουν περιπτώσεις πού ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ὅσο κι ἄν ἐξυπηρετοῦνται δέν παύουν νά παραπονοῦνται, νά διαμαρτύρονται. Τά παιδιά γογγύζουν ἐναντίον τῶν γονέων τους πού μέρα νύχτα κοπιάζουν γι’ αὐτά. Μαθητές γογγύζουν ἐναντίον καλῶν δασκάλων πού μοχθοῦν γιά τήν πρόοδό τους. Ἐνορῖτες γογγύζουν ἐναντίον εὐσεβῶν ἱερέων πού ἐνδιαφέρονται γιά τήν πνευματική πρόοδο τῆς ἐνορίας τους.
Τί κακό πρᾶγμα, ἀδελφοί μου, ἡ γκρίνια! Αὐτή γεννᾶ τούς μεμψίμοιρους, τούς ψιθυριστές πού συκοφαντοῦν καί τούς πιό μεγάλους εὐεργέτες τους. Αὐτή ἡ γκρίνια διαλύει οἰκογένειες καί κοινωνίες. Νά μήν γκρινιάζουμε λοιπόν, νά μήν γογγύζουμε, ἀλλά νά λέμε «Δόξα τῷ Θεῷ» γι’ αὐτά πού ἔχουμε καὶ γι’ αὐτά πού δέν ἔχομε. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου