Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

19 Ἀπριλίου 2015 - Κυριακή τοῦ Θωμᾶ

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Ἀριθμός 16
19 Ἀ­πρι­λί­ου 2015
Κυ­ρια­κή τοῦ Θω­μᾶ
(Πράξ. ε΄, 12-20)

«Ἐν ταῖς ἡ­μέ­ραις ἐ­κεί­ναις, διὰ τῶν χει­ρῶν τῶν ἀ­πο­στό­λων ἐ­γί­νε­το ση­μεῖ­α καὶ τέ­ρα­τα ἐν τῷ λα­ῷ πολ­λά». (Πράξ. ε΄, 12)

Ὅ­λοι γνω­ρί­ζου­με, ἀ­πό τά Εὐ­αγ­γέ­λια πού δι­α­βά­στη­καν στίς ἱ­ε­ρές ἀ­κο­λου­θί­ες τῆς Με­γά­λης Ἑ­βδο­μά­δας, πώς ὅ­ταν ὁ Χρι­στός μας συ­νε­λή­φθη καί ὁ­δη­γή­θη­κε μπρο­στά στό Συ­νέ­δριο, οἱ μα­θη­τές Του Τόν ἐγ­κα­τέ­λει­ψαν. Ὁ ἀ­πό­στο­λος Πέ­τρος φά­νη­κε τό­σο δει­λός, ὥ­στε Τόν ἀρ­νή­θη­κε μπρο­στά σέ μί­α ὑ­πη­ρέ­τρια. Οἱ ἐ­χθροί Του χαί­ρον­ταν νο­μί­ζον­τας πώς τό ὄ­νο­μά Του θά λη­σμο­νη­θεῖ τε­λεί­ως.

Ἀλ­λά ξαφ­νι­κά τά πράγ­μα­τα ἄλ­λα­ξαν. Οἱ μα­θη­τές, πού ἦ­ταν κρυμ­μέ­νοι, πα­ρου­σι­ά­ζον­ται μπρο­στά στό λα­ό καί κη­ρύτ­τουν τή νέ­α Πί­στη. Αὐ­τοί πού πρῶ­τα ἦ­ταν λα­γοί ἔ­γι­ναν τώ­ρα λι­ον­τά­ρια. Κη­ρύτ­τει ὁ Πέ­τρος καί ὅ­λοι ἀ­πο­ροῦν.

Τί εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νο, ἀ­δελ­φοί μου, ποὺ ἔ­φε­ρε αὐ­τή τή με­τα­βο­λή; Τί­πο­τα ἄλ­λο ἀ­πό τήν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ μας. Ἄν ὁ Χρι­στός δέν ἀ­να­σται­νό­ταν καί πα­ρέ­με­νε στόν τά­φο ὅ­πως ὅ­λοι οἱ νε­κροί, οἱ μα­θη­τές θά βυ­θί­ζον­ταν σέ ἀ­πελ­πι­σί­α καί θά ἔ­λε­γαν, ὅ­πως καί τό εἶ­παν, ὅ­τι τό πᾶν γι’ αὐ­τούς ἔ­σβη­σε. Ὅ­ταν εἶ­δαν ἀ­να­στη­μέ­νο τό Δι­δά­σκα­λό τους τά μαῦ­ρα σύν­νε­φα τῆς ἀ­πελ­πι­σί­ας δι­α­λύ­θη­καν. Καί ὅ­πως, ὅ­ταν ἀ­να­τέλ­λει ὁ ἥ­λιος καί φω­τί­ζε­ται ὅ­λη ἡ δη­μι­ουρ­γί­α, κα­νέ­νας δέν μπο­ρεῖ νά ἰ­σχυ­ρι­στεῖ ὅ­τι δέν ὑ­πάρ­χει ἥ­λιος, ἔ­τσι καί ὅ­ταν ἀ­να­στή­θη­κε ὁ Κύ­ριός μας καί σκόρ­πι­σε καί σκορ­πί­ζει τά θαύ­μα­τα τῆς πί­στε­ως μέ­σα στούς 20 αἰ­ῶ­νες δέν μπο­ρεῖ κα­νέ­νας νά ἀμ­φι­σβη­τή­σει τήν ἀ­νά­στα­σή Του. Τά θαύ­μα­τα τῶν ἀ­πο­στό­λων εἶ­ναι ἡ ἀ­πό­δει­ξη τῆς ἀ­νά­στα­σης τοῦ Χρι­στοῦ. Αὐ­τό το­νί­ζε­ται στήν πε­ρι­κο­πή ἀ­πό τίς Πρά­ξεις τῶν ἀ­πο­στό­λων τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­στῆ Λου­κᾶ πού ἀ­κού­σα­με.

Παν­τοῦ ὅ­που οἱ ἀ­πό­στο­λοι ἀ­κουμ­ποῦ­σαν τά χέ­ρια τους γί­νον­ταν ση­μεῖ­α καί τέ­ρα­τα ἀ­νά­με­σα στό λα­ό. Τέ­ρα­τα λέ­γον­ται τά θαύ­μα­τα πού προ­κα­λοῦν τρό­μο καί φρί­κη. Πα­ρά­δειγ­μα: τό σκο­τά­δι πού ἁ­πλώ­θη­κε πά­νω στή γῆ τήν ὥ­ρα τῆς σταύ­ρω­σης τοῦ Χρι­στοῦ μας. Ση­μεῖ­α λέ­γον­ται τά θαύ­μα­τα πού προ­κα­λοῦν μέν ἔκ­πλη­ξη ἀλ­λά εἶ­ναι εὐ­ερ­γε­τι­κά. Ὅ­πως εἶ­πε ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός αὐ­τοί πού πι­στεύ­ουν θά δι­ώ­χνουν δαι­μό­νια, θά λα­λοῦν ξέ­νες γλῶσ­σες, θά θε­ρα­πεύ­ουν ἀρ­ρώ­στους, θά πί­νουν φαρ­μά­κι καί δέν θά πα­θαί­νουν τί­πο­τα.

Ἄς ση­μει­ω­θεῖ, ἐ­πί­σης, ὅ­τι τά τέ­ρα­τα εἶ­ναι σπά­νια καί εἶ­ναι ἐκ­δη­λώ­σεις τῆς δι­και­ο­σύ­νης τοῦ Θε­οῦ πού τι­μω­ρεῖ τό κα­κό καί ἀ­μεί­βει τό κα­λό καί διά μέ­σου τῶν πό­νων καί τῶν θλί­ψε­ων παι­δα­γω­γεῖ τόν ἄν­θρω­πο πού τρο­μαγ­μέ­νος γο­να­τί­ζει καί ζη­τᾶ τό ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ. Τά ση­μεῖ­α εἶ­ναι συ­χνό­τε­ρα καί εἶ­ναι ἐκ­δη­λώ­σεις τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ πρός τόν ἄν­θρω­πο. Μέ ὅ­λα τά μέ­σα, τέ­ρα­τα καί ση­μεῖ­α, ὁ Θε­ός θέ­λει νά ξυ­πνή­σει τόν ἄν­θρω­πο ἀ­πό τό λή­θαρ­γο τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καί νά τόν ὁ­δή­γη­σει στή με­τά­νοι­α.

Ἔ­τσι οἱ ἀ­πό­στο­λοι ἀ­πο­δει­κνύ­ον­ταν γνή­σιοι συ­νε­χι­στές τοῦ ἔρ­γου τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ ὡς πραγ­μα­τι­κοί ποι­μέ­νες καί δι­δά­σκα­λοι. Ἄς βά­λου­με τώ­ρα μπρο­στά σ’ αὐ­τή τήν εἰ­κό­να τόν ἑ­αυ­τό μας οἱ ση­με­ρι­νοί ποι­μέ­νες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἡ σύγ­κρι­ση θά μᾶς πεῖ ὅ­τι τά χέ­ρια μας πρέ­πει νά εἶ­ναι γνή­σια ἀ­πο­στο­λι­κά πού θά θε­ρα­πεύ­ουν τίς πλη­γές πού ἀ­φή­νει ἡ ἁ­μαρ­τί­α. Χέ­ρια πού δέν θά κου­ρά­ζον­ται σέ ἔρ­γα ἀ­γά­πης καί φι­λαν­θρω­πί­ας. Ὁ σω­στός κλη­ρι­κός πρέ­πει νά σκε­πά­ζει μέ στορ­γή κά­θε κα­τα­τρεγ­μέ­νο.

Εἶ­ναι γε­γο­νός ὅ­τι στούς πρώ­τους χρό­νους τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ τά θαύ­μα­τα ἦ­ταν πολ­λά ἐ­νῶ στούς ἑ­πό­με­νους χρό­νους λι­γό­στε­ψαν. Ποι­ές οἱ αἰ­τί­ες; Ἡ μί­α αἰ­τί­α εἶ­ναι ὅ­τι στήν ἀρ­χή ἡ πί­στη στὸν Χρι­στό ἦ­ταν νέ­α καί εἶ­χε ἀ­νάγ­κη με­γα­λύ­τε­ρων ἀ­πο­δεί­ξε­ων. Γί­νον­ταν τά θαύ­μα­τα ὄ­χι τό­σο γιά τούς πι­στούς, ὅ­σο γιά τούς ἄ­πι­στους καί τούς εἰ­δω­λο­λά­τρες πού ἐν­τυ­πω­σι­ά­ζον­ταν ἀ­π’ αὐ­τά. Προ­κα­λοῦ­σαν δέ τό­ση ἐν­τύ­πω­ση, ὥ­στε χι­λιά­δες ἄν­θρω­ποι, ἀ­κό­μη καί ἐ­κεῖ­νοι πού σταύ­ρω­σαν τό Χρι­στό, με­τα­νο­οῦ­σαν καί γί­νον­ταν μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Ἡ δεύ­τε­ρη αἰ­τί­α εἶ­ναι ὅ­τι στούς πρώ­τους αἰ­ῶ­νες ὑ­πῆρ­χε με­γά­λη πί­στη. Ὅ­που ὑ­πάρ­χει πί­στη γί­νον­ται θαύ­μα­τα ἐ­νῶ ὅ­που ὑ­πάρ­χει ὀ­λι­γο­πι­στί­α θαύ­μα­τα δέν γί­νον­ται. Ὁ Χρι­στός μας ἔ­λε­γε: «ἡ πί­στις σου σέ­σω­κέ σε». Δη­λα­δή, ἐ­πει­δή πι­στεύ­εις σέ μέ­να ἔ­γι­νε αὐ­τό πού ἐ­πι­θυ­μοῦ­σες. Ἐ­μεῖς σή­με­ρα λέ­με τοῦ Θε­οῦ: «Κά­νε μου τό θαῦ­μα γιά νά πι­στέ­ψω». Θαύ­μα­τα ζη­τοῦν καί σή­με­ρα οἱ ἄν­θρω­ποι. Καί γί­νον­ται πολ­λά θαύ­μα­τα γύ­ρω μας ἀλ­λά δέν θέ­λου­με νά τά κα­τα­λά­βου­με. Εἶ­ναι οἱ ψυ­χι­κές με­τα­βο­λές πού πα­ρα­τη­ροῦν­ται στούς ἀν­θρώ­πους πού πι­στεύ­ουν ὅ­τι ὁ Χρι­στός εἶ­ναι ὁ ἀ­λη­θι­νός Θε­ός. Καί βλέ­που­με τούς φι­λάρ­γυ­ρους νά γί­νον­ται ἐ­λε­ή­μο­νες, οἱ ὑ­πε­ρή­φα­νοι τα­πει­νοί, οἱ μνη­σί­κα­κοι συγ­χω­ρη­τι­κοί, οἱ λύ­κοι ἀρ­νί­α, οἱ δει­λοί ἀν­δρεῖ­οι. Μι­κρά θαύ­μα­τα εἶ­ναι αὐ­τά;

Ἄν μπο­ρού­σα­με, ἀ­δελ­φοί μου, ἄν εἴ­χα­με τή δι­ά­θε­ση νά δοῦ­με λί­γο πα­ρα­πέ­ρα ἀ­πό τόν ἑ­αυ­τό μας, θά δι­α­πι­στώ­να­με ὅ­τι τοῦ­τος ὁ κό­σμος εἶ­ναι γε­μᾶ­τος θαύ­μα­τα, τοῦ­τος ὁ κό­σμος εἶ­ναι με­στός ἀ­πό τήν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ πού ἔ­κα­νε ὅ,τι ἦ­ταν δυ­να­τό γιά τή σω­τη­ρί­α μας καί μᾶς κα­λεῖ νά Τόν πι­στέ­ψου­με γιά νά ζή­σου­με αἰ­ώ­νια κον­τά του. Ἀ­μήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου