Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

16 Νοεβρίου 2014 - Τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
Ἀ­ριθ­μὸς 46
Τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ Ματ­θαί­ου
16 Νο­ε­βρί­ου 2014
Ματ­θαί­ου η΄ 9 - 13

Συγ­κι­νη­τι­κὴ καὶ ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κὴ πα­ρου­σι­ά­ζε­ται, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, ἡ πε­ρι­γρα­φὴ τῆς κλή­σε­ως τοῦ ἁ­γί­ου ἀ­πο­στό­λου καὶ εὐ­αγ­γε­λι­στὴ Ματ­θαί­ου ποὺ σή­με­ρα ἡ ἁ­γί­α Ἐκ­κλη­σί­α μας ἑ­ορ­τά­ζει τὴ μνή­μη του.

Λί­γα εἶ­ναι τὰ στοι­χεῖ­α ἐ­κεῖ­να τὰ ὁ­ποί­α γνω­ρί­ζου­με γιὰ τὴ ζω­ή του. Ἡ μό­νη λέ­ξη ποὺ χρη­σι­μο­ποι­εῖ ὁ ἴ­διος στὸ εὐ­αγ­γέ­λιό του γιὰ τὸν ἑ­αυ­τὸ του εἶ­ναι ὁ ὑ­πο­τι­μη­τι­κὸς χα­ρα­κτη­ρι­σμὸς «τε­λώ­νης». Ὅ­μως ἀ­πὸ ἁ­μαρ­τω­λὸς τε­λώ­νης καὶ ἄν­θρω­πος τοῦ ψεύ­δους καὶ τῆς ἀ­πά­της με­τα­τρέ­πε­ται σὲ κή­ρυ­κα τοῦ Χρι­στοῦ, τῆς ἀ­γά­πης καὶ τῆς ἀ­λή­θειας. Ὀ­νο­μα­ζό­ταν Ματ­θαῖ­ος καὶ Λευ­ὶς καὶ τὸ ὄ­νο­μά του προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ Ἑ­βρα­ϊ­κὸ «Ματ­θα­νί­ας» καὶ ση­μαί­νει «Δῶ­ρο Θε­οῦ, Θε­ό­δω­ρος». Ἐ­κεῖ­νο ποὺ ξαφ­νιά­ζει εἶ­ναι τὸ ἐ­πάγ­γελ­μά του: ὁ Ματ­θαῖ­ος εἶ­ναι τε­λώ­νης, δη­λα­δὴ φο­ρο­ει­σπρά­κτο­ρας, καὶ δὲν ἔ­χει κα­μί­α σχέ­ση μὲ τοὺς ση­με­ρι­νοὺς τε­λω­νεια­κούς. Προ­πλη­ρώ­νει τοὺς δη­μό­σιους φό­ρους στὸ Ρω­μα­ϊ­κὸ κρά­τος καὶ κα­τό­πιν τοὺς εἰ­σπράτ­τει ἀ­πὸ τοὺς ὀ­φει­λέ­τες μὲ κά­θε τρό­πο σκλη­ρό, ἐκ­βι­α­στι­κὸ ἢ ἀ­πάν­θρω­πο. Ἀ­σκεῖ δη­λα­δὴ ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πιὸ ἀ­νέν­τι­μα καὶ ἁ­μαρ­τω­λὰ γιὰ τὴν ἐ­πο­χὴ του ἐ­παγ­γέλ­μα­τα. Ἐ­ξαι­τί­ας αὐ­τοῦ οἱ τε­λῶ­νες ἦ­ταν κα­τα­πι­ε­στὲς καὶ πο­λὺ μι­ση­τοὶ στὴν κοι­νω­νί­α.

Ὁ Ἰ­η­σοῦς βρῆ­κε τὸν Ματ­θαῖ­ο «κα­θή­με­νον ἐ­πὶ τὸ τε­λώ­νει­ον» καὶ τοῦ εἶ­πε «ἀ­κο­λού­θει μοί». Καὶ ἐ­κεῖ­νος ὄ­χι μό­νο ἐγ­κα­τέ­λει­ψε τὸ ἁ­μαρ­τω­λὸ καὶ προ­σο­δο­φό­ρο ἐ­πάγ­γελ­μα τοῦ τε­λώ­νη, ἀλ­λὰ καὶ μὲ χα­ρὰ φι­λο­ξέ­νη­σε τὸν Κύ­ριο στὸ σπί­τι του, πα­ρα­θέ­τον­τάς του γεῦ­μα, μα­ζὶ μὲ ἄλ­λους ἁ­μαρ­τω­λοὺς καὶ τε­λῶ­νες. Καὶ ὅ­ταν πολ­λοὶ ρώ­τη­σαν «δια­τὶ με­τὰ τῶν τε­λω­νῶν καὶ ἀ­σώ­των ἐ­σθί­ει ὁ δι­δά­σκα­λος ὑ­μῶν;», πῆ­ραν ἀ­πὸ τὸν Ἰ­η­σοῦ τὴν αὐ­το­νό­η­τη ἀ­πάν­τη­ση ὅ­τι «δὲν ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη τὸ για­τρὸ οἱ ὑ­γι­εῖς ἀλ­λὰ οἱ ἀ­σθε­νεῖς». Καὶ ἐ­ξη­γεῖ: «Οὐ γὰρ ἦλ­θον κα­λέ­σαι δι­καί­ους, ἀλ­λὰ ἁ­μαρ­τω­λοὺς εἰς με­τά­νοι­αν».

Ἡ εὐ­αγ­γε­λι­κὴ δι­ή­γη­ση γιὰ τὴν κλή­ση τοῦ τε­λώ­νη στὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­ξί­ω­μα μᾶς δεί­χνει τὸν ἀ­νε­ξι­χνί­α­στο τρό­πο, μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο ὁ Θε­ὸς κα­λεῖ τοὺς ἀν­θρώ­πους, κα­θὼς καὶ πό­ση εἶ­ναι ἡ ἀ­να­και­νι­στι­κὴ δύ­να­μη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς δὲν κά­λε­σε γιὰ νὰ κά­μει ἀ­πο­στό­λους μό­νο ἀ­γράμ­μα­τους ψα­ρά­δες, ἀλ­λὰ καὶ ἁ­μαρ­τω­λοὺς τε­λῶ­νες. Καὶ τί ἔ­γι­ναν ἐ­κεῖ­νοι τοὺς ὁ­ποί­ους ἐ­ξέ­λε­ξε καὶ κά­λε­σε ὁ Θε­ός, γιὰ νὰ τοὺς κά­μει Ἀ­πο­στό­λους τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου; Οἱ τε­λῶ­νες καὶ οἱ ψα­ρά­δες ἔ­γι­ναν ἅ­γιοι καὶ σο­φοί, οἱ ἀ­δύ­να­τοι καὶ ἄ­ση­μοι ἄν­θρω­ποι νί­κη­σαν τὸν κό­σμο, οἱ δει­λοὶ καὶ οἱ φο­βι­σμέ­νοι ἔ­γι­ναν ἀ­τρό­μη­τοι μάρ­τυ­ρες τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως. Οἱ ἄν­θρω­ποι ποὺ κά­λε­σε ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς γιὰ νὰ γί­νουν Ἀ­πό­στο­λοι ἄλ­λα­ξαν καὶ δὲν ἔ­μει­ναν ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἦ­ταν πρῶ­τα· τὸ βε­βαι­ώ­νουν οἱ ἴ­διοι μὲ τὴ ζω­ή τους καὶ μὲ τὸ θά­να­τό τους. Δὲν εἶ­ναι μό­νο ἡ ἐ­ξω­τε­ρι­κὴ παι­δευ­τι­κὴ ἐρ­γα­σί­α τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ νὰ ἑ­τοι­μά­σει τοὺς Ἀ­πο­στό­λους, κα­θὼς τὴ βλέ­πο­με στὰ ἱ­ε­ρὰ Εὐ­αγ­γέ­λια, εἶ­ναι καὶ ἡ μυ­στι­κὴ ἐ­νέρ­γεια τῆς Θεί­ας Χά­ρης, ἡ ὁ­ποί­α τοὺς ἄλ­λα­ξε καὶ τοὺς ἔ­κα­με νέ­ους ἀν­θρώ­πους κα­τὰ τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς. Οἱ πύ­ρι­νες γλῶσ­σες, ἡ φω­τιὰ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ποὺ ἦρ­θε πά­νω στοὺς μα­θη­τές, πρῶ­τα τοὺς κα­θά­ρι­σε καὶ τοὺς ἔ­κα­με και­νούρ­γιους ἀν­θρώ­πους, κι ὕ­στε­ρα τοὺς θέρ­μα­νε καὶ τοὺς φώ­τι­σε, γιὰ νὰ βγοῦν στὸν κό­σμο καὶ νὰ κη­ρύ­ξουν «ἐ­νώ­πιον ἐ­θνῶν καὶ βα­σι­λέ­ων» ἐ­κεῖ­να ποὺ εἶ­δαν καὶ ἄ­κου­σαν κον­τὰ στὸ θεῖ­ο Δι­δά­σκα­λο καὶ Σω­τῆ­ρα Χρι­στό.

Δὲ γνω­ρί­ζου­με, ἀ­δελ­φοί μου, ἂν μᾶς ἔ­χει πε­ρά­σει ἀ­πὸ τὸ νοῦ ἡ σκέ­ψη ὅ­τι πα­ρό­μοι­α πρό­σκλη­ση ἀ­πὸ τὸν Ἰ­η­σοῦ, ἔ­χου­με λά­βει καὶ ἐ­μεῖς οἱ ἴ­διοι. Δὲν ἔ­χου­με λά­βει βέ­βαι­α τὴ μο­να­δι­κὴ καὶ ἀ­νε­πα­νά­λη­πτη κλή­ση τῶν Ἀ­πο­στό­λων, ἔ­χου­με ὅ­μως δε­χθεῖ τὴν προ­σω­πι­κή μας κλί­ση ὡς εὐ­ερ­γε­σί­α οὐ­ρά­νια μὲ τὸ Ἅ­γιο Βά­πτι­σμα, τὸ Ἅ­γιο Χρῖ­σμα, τὰ Ἱ­ε­ρὰ γε­νι­κῶς μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ὅ­που μέ­σω αὐ­τῆς τῆς χά­ρι­τος ποὺ μᾶς πα­ρέ­χουν, κα­λού­μα­στε νὰ ἀ­γω­νι­στοῦ­με, ὥ­στε νὰ κρα­τή­σου­με καὶ νὰ αὐ­ξή­σου­με στὴ ζω­ή μας τὶς δω­ρε­ὲς τοῦ Θε­οῦ.

Μέ­σα στὸ μυ­στή­ριο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας κα­λού­μα­στε νὰ χω­ρέ­σου­με ὅ­λοι, κλει­στοὶ καὶ ἀ­νοι­χτοὶ τύ­ποι χα­ρα­κτή­ρων, πρό­σχα­ροι καὶ σο­βα­ροί, ἐ­πι­ει­κεῖς καὶ αὐ­στη­ροί, εὐ­αί­σθη­τοι καὶ δυ­να­μι­κοί, ὅ­ποι­οι κι ἂν εἴ­μα­στε ἐ­μεῖς, ὅ­ποι­οι καὶ ἂν εἶ­ναι οἱ ἄλ­λοι, οἱ δι­α­φο­ρε­τι­κοὶ ἀ­πὸ ἐ­μᾶς. Οἱ μα­θη­τὲς δέ­χτη­καν ἀ­μέ­σως τὴν κλή­ση τοῦ Χρι­στοῦ, ἀν­τα­πο­κρί­θη­καν αὐ­θόρ­μη­τα καὶ ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά. Ἡ ἀ­πάν­τη­σή τους στὴν κλή­ση τοῦ Χρι­στοῦ ἦ­ταν πρά­ξη ὑ­πα­κο­ῆς. Ἐμ­πι­στεύ­θη­καν τὸν Χρι­στὸ καὶ πα­ρα­δό­θη­καν στὸ θέ­λη­μά Του. Ὁ δρό­μος λοι­πὸν πρὸς τὸν Χρι­στὸ εἶ­ναι ἕ­νας καὶ μο­να­δι­κός, ἡ ὑ­πα­κο­ὴ στὴν κλή­ση Του.

Ἡ κλή­ση τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι πάν­τα βα­θύ­τα­τα προ­σω­πι­κή. Ἀγ­γί­ζει τὸ κέν­τρο τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας, τὸν πυ­ρῆ­να τῆς ὕ­παρ­ξής μας. Ὁ λό­γος τοῦ Χρι­στοῦ δὲν εἶ­ναι μί­α νε­φε­λώ­δης φι­λο­σο­φί­α οὔ­τε μί­α ἀ­κα­τα­νό­η­τη, ὑ­ψη­λὴ καὶ φλύ­α­ρη θε­ο­λο­γί­α, ὅ­πως δυ­στυ­χῶς κά­πο­τε τὸν πα­ρα­μορ­φώ­νου­με καὶ τὸν κα­κο­ποι­οῦ­με ἐ­μεῖς. Ὁ λό­γος τοῦ Χρι­στοῦ ἔ­χει πάν­το­τε ἀ­με­σό­τη­τα μὲ τὰ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα καὶ τὴ ζω­ὴ τῶν ἀν­θρώ­πων, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει πολ­λὲς φο­ρὲς τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο. Ἀρ­κεῖ νὰ θυ­μη­θοῦ­με ὅ­τι στοὺς ἀ­κρο­α­τές Του ποὺ σκέ­φτον­ται τὸν θε­ρι­σμό, μι­λᾶ γιὰ τὸν πνευ­μα­τι­κὸ θε­ρι­σμό. Στὴ Σα­μα­ρεί­τι­δα ποὺ πῆ­γε γιὰ νε­ρὸ στὸ πη­γά­δι, κά­νει λό­γο γιὰ τὸ «ὕ­δωρ τὸ ζῶν». Στοὺς ψα­ρά­δες ποὺ τοὺς ἀ­πα­σχο­λεῖ ἡ ἐρ­γα­σί­α τους, τοὺς μι­λᾶ γιὰ μί­α δι­α­φο­ρε­τι­κὴ πα­ρά­δο­ξη καὶ θαυ­μα­στὴ ἁ­λι­εί­α.

«Οἱ δὲ ἀ­φέν­τες ἅ­παν­τα ἠ­κο­λού­θη­σαν τὸν Χρι­στό». Ἐγ­κα­τέ­λει­ψαν τὰ πάν­τα καὶ ἀ­κο­λού­θη­σαν τὸν Χρι­στό. Δὲν ἦ­ταν μὲ κα­νέ­ναν καὶ μὲ τί­πο­τε στὸν κό­σμο τό­σο δε­μέ­νοι κι ἔ­τσι μπό­ρε­σαν νὰ δε­θοῦν μὲ τὸν Χρι­στὸ καὶ νὰ πα­ρα­δο­θοῦν στὴν ἀ­γά­πη Του. Γι’ αὐ­τὸ καὶ ὅ­ποι­ος ἀ­κο­λου­θεῖ πραγ­μα­τι­κὰ τὸν Χρι­στὸ δὲν προ­τρέ­χει οὔ­τε στέ­κε­ται μα­κριά του, ἀλ­λὰ ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­νε­ται ἀ­πὸ κά­θε δέ­σμευ­ση μὲ πρό­σω­πα, πράγ­μα­τα καὶ κα­τα­στά­σεις καὶ ζεῖ μί­α και­νού­ρια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Βι­ώ­νει τὴν ἐ­σω­τε­ρι­κὴ ἐ­λευ­θε­ρί­α, ποὺ πη­γά­ζει ἀ­πὸ τὴν ἀ­κλό­νη­τη πί­στη καὶ βε­βαι­ό­τη­τα ὅ­τι ἔ­χει βρεῖ τὴν ἀ­λή­θεια ποὺ ἐ­λευ­θε­ρώ­νει ἀ­πὸ ὅ­λα ὅ­σα κα­θη­με­ρι­νὰ τὸν πε­ρι­κυ­κλώ­νουν.

Καὶ ἀ­φοῦ ἔ­τσι ἔ­χουν τὰ πράγ­μα­τα, τί­θε­ται σο­βα­ρὰ τώ­ρα τὸ ἐ­ρώ­τη­μα: Ἐ­μεῖς ποὺ ἤ­δη ἔ­χου­με δε­χθεῖ καὶ ἔ­χου­με λά­βει τὴν πρό­σκλη­ση, τὸ χά­ρι­σμα τῆς υἱ­ο­θε­σί­ας καὶ τὶς δω­ρε­ὲς τοῦ Πα­να­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ἀ­φή­νου­με ὅ­λα αὐ­τὰ ποὺ εἶ­ναι ἀν­τί­θε­τα μὲ τὸν Ἰ­η­σοῦ καὶ τὸ Πα­νά­γιο θέ­λη­μά Του; Ἢ μή­πως ἡ καρ­διά μας καὶ ὁ νοῦς μας εἶ­ναι κολ­λη­μέ­να σὲ πρό­σω­πα καὶ κα­τα­στά­σεις ποὺ θλί­βουν τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα; Στὴν ὕ­παρ­ξή μας, μορ­φώ­νου­με τὴν προ­σω­πι­κό­τη­τα τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ μὲ τὸν κα­θη­με­ρι­νὸ ἀ­γῶ­να ἐ­ναν­τί­ον τοῦ ποι­κί­λου κα­κοῦ ποὺ μᾶς πε­ρι­βά­λει ἢ ἡ θέ­λη­σή μας εἶ­ναι τό­σο ἐ­ξα­σθε­νη­μέ­νη, μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα, ἐ­νῶ γνω­ρί­ζου­με τὸ ὀρ­θό, δὲν προ­σπα­θοῦ­με νὰ τὸ ἐ­φαρ­μό­σου­με; Εἴ­μα­στε ἕ­τοι­μοι γιὰ τὴν ἀ­γά­πη καὶ τὴ δό­ξα τοῦ Χρι­στοῦ νὰ ἀ­πο­κό­ψου­με ὁ­τι­δή­πο­τε κρα­τᾶ τὴν ψυ­χή μας ἀ­πὸ ὑ­ψη­λὰ πε­τάγ­μα­τα; Ἤ, ἀλ­λοί­μο­νο, κα­ταν­τοῦ­με σὰν τοὺς ἀ­ε­τοὺς ποὺ εἶ­ναι κλει­σμέ­νοι μέ­σα στὰ κλου­βιά;

Ἡ ἐ­κλο­γὴ καὶ ἡ κλή­ση τῶν Ἀ­πο­στό­λων εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πὸ τὰ μυ­στή­ρια τοῦ Θε­οῦ, καὶ τὸ ἔρ­γο καὶ τὸ κα­τόρ­θω­μα τῶν Ἀ­πο­στό­λων εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πὸ τὰ θαύ­μα­τα τοῦ Θε­οῦ. Ὁ Ματ­θαῖ­ος, εἶ­ναι ὁ τε­λώ­νης, ποὺ ἔ­γι­νε ὁ Ἀ­πό­στο­λος τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ κι ἔ­γρα­ψε τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο, ποὺ εἶ­ναι τὸ πρῶ­το βι­βλί­ο τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, ἕ­να βι­βλί­ο τὸ ὁ­ποῖ­ο δι­α­βά­στη­κε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ κά­θε ἄλ­λο στὸν κό­σμο. Ἀ­ξί­ζει νὰ κλεί­σου­με τὶς σκέ­ψεις μας, στὴν ἱ­ε­ρὴ μνή­μη τοῦ εὐ­αγ­γε­λι­στῆ Ματ­θαί­ου, μὲ τὶς λέ­ξεις μὲ τὶς ὁ­ποῖ­ες κλεί­νει καὶ τὸ ἱ­ε­ρὸ Εὐ­αγ­γέ­λιό του. Εἶ­ναι ἡ θεί­α καὶ γλυ­κύ­τα­τη φω­νὴ τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τὴν ἀ­νά­στα­ση, μὲ τὴν ὁ­ποί­α βε­βαι­ώ­νει τοὺς μα­θη­τές Του καὶ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α ὅ­τι θὰ εἶ­ναι πάν­τα μα­ζί μας ὡς τὴ συν­τέ­λεια τῶν αἰ­ώ­νων. Εἶ­ναι ἡ ὑ­πό­σχε­ση καὶ βε­βαί­ω­ση τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ οἱ πι­στοί, «ἄγ­κυ­ραν ἐλ­πί­δος κα­τέ­χον­τες ἀ­γαλ­λό­με­θα», κα­θὼς τὸ ψάλ­λο­με στὸν Κα­νό­να τοῦ Πά­σχα. Ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς εἶ­πε στοὺς μα­θη­τὲς Του κα­θὼς τὸ πα­ρα­δί­δει ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Ματ­θαῖ­ος «...ἐ­γὼ με­θ’ ὑ­μῶν εἰ­μι πά­σας τὰς ἡ­μέ­ρας ἕ­ως τῆς συν­τέ­λειας τοῦ αἰ­ῶ­νος». Ἀ­μήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου