Σάββατο 24 Μαΐου 2014

25 Μαΐου 2014 - Κυριακὴ ΣΤ΄ τοῦ Τυφλοῦ

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
Ἀ­ριθ­μὸς 21
Κυ­ρια­κὴ ΣΤ΄ τοῦ Τυ­φλοῦ
25 Μα­ΐ­ου 2014
Ἰ­ω­άν­νου θ΄, 1-38

Χρι­στὸς Ἀ­νέ­στη! 

Γεν­νή­θη­κε, ἀ­γα­πη­τοὶ μου ἀ­δελ­φοί, ἡ τα­λαι­πω­ρη­μέ­νη ἐ­κεί­νη ὕ­παρ­ξη χω­ρὶς νὰ ἀ­πο­λαμ­βά­νει τὸ θεῖ­ο δῶ­ρο τῆς ὅ­ρα­σης. Ἄ­κου­ε μό­νο γιὰ τὶς ὀ­μορ­φι­ὲς τῆς φύ­σε­ως καὶ ἡ δο­κι­μα­σί­α του ἦ­ταν με­γα­λύ­τε­ρη, για­τί δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ἔ­χει καὶ θέ­α­ση εἰ­κό­νων καὶ πραγ­μά­των. Δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ κοι­τά­ξει οὔ­τε τὸ δι­πλα­νό του καὶ ἡ ζω­ὴ του ἦ­ταν ἀ­νυ­πό­φο­ρη, βυ­θι­σμέ­νη στὴν κυ­ρι­ο­λε­ξί­α στὸ σκο­τά­δι.

Ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τός, βέ­βαι­α, βί­ω­νε ὀ­δυ­νη­ρὰ τὴ στέ­ρη­ση τῆς σω­μα­τι­κῆς ὅ­ρα­σης. Πο­λὺ ὅ­μως πιὸ τρα­γι­κὴ ἦ­ταν σί­γου­ρα ἡ θέ­ση τῶν Φα­ρι­σαί­ων, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἦ­ταν βυ­θι­σμέ­νοι στὸ πνευ­μα­τι­κὸ σκο­τά­δι, στὸ ἐ­φι­αλ­τι­κὸ ἔ­ρε­βος τῆς ὑ­πο­κρι­σί­ας τους. Εἶ­χαν ἑρ­μη­τι­κὰ κλει­στὰ τὰ μά­τια τῆς ψυ­χῆς τους. Στὴν πε­ρί­πτω­σή τους ἴ­σχυ­ε ὁ λό­γος τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­στῆ Ἰ­ω­άν­νη, ὁ ὁ­ποῖ­ος δι­α­πι­στώ­νει: «Τὸ φῶς ἐ­λή­λυ­θεν εἰς τὸν κό­σμον, καὶ ἠ­γά­πη­σαν μᾶλ­λον οἱ ἄν­θρω­ποι τὸ σκό­τος ἢ τὸ φῶς».

Μὲ τὴν ἀ­που­σί­α τῆς σω­μα­τι­κῆς του ὅ­ρα­σης ὁ τυ­φλὸς δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ἔ­χει ἀν­τί­λη­ψη τῶν πραγ­μά­των. Ὡ­στό­σο, ἐ­κεῖ­νο ποὺ τε­λι­κὰ ἀ­πο­δεί­χθη­κε στὴν πρά­ξη ἦ­ταν ὅ­τι τὸ φῶς τῶν μα­τι­ῶν τῆς ψυ­χῆς του τὸν βο­η­θοῦ­σε νὰ κα­τα­νο­εῖ βα­θύ­τε­ρα πραγ­μα­τι­κό­τη­τες τῆς ζω­ῆς.

Αὐ­τὸ συ­νέ­τει­νε στὸ νὰ κα­τα­νο­ή­σει ὅ­τι αὐ­τὸς ποὺ τὸν θε­ρά­πευ­σε δὲν ἦ­ταν κά­ποι­ος θαυ­μα­το­ποι­ός. Ἦ­ταν «προ­φή­της». Πί­στευ­ε γιὰ τὸν Κύ­ριο ποὺ τὸν θε­ρά­πευ­σε ὅ­τι ἦ­ταν «θε­ο­σε­βής». Ὅ­τι «πράτ­τει τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ» καὶ ὅ­τι «ἂν δὲν ἦ­ταν ἀ­πε­σταλ­μέ­νος ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ κά­νει ἀ­πο­λύ­τως τί­πο­τε, οὔ­τε θαύ­μα­τα οὔ­τε ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε κα­λό».

Οἱ κα­τὰ τὰ ἄλ­λα ὑ­γι­εῖς Φα­ρι­σαῖ­οι, συλ­λαμ­βά­νον­ταν σχε­δὸν κα­τὰ κα­νό­να νὰ κρα­τοῦν ἑρ­μη­τι­κὰ κλει­στὰ τὰ μά­τια τῆς ψυ­χῆς τους. Οἱ ὄ­χι ἀ­γα­θὲς προ­θέ­σεις καὶ δι­α­θέ­σεις τους, τοὺς ἄ­φη­ναν ἀ­δι­ά­φο­ρους μπρο­στὰ στὴν ἀ­λή­θεια καὶ τὸ ἀ­γα­θό. Δυ­στυ­χῶς καὶ στὶς δι­κές μας μέ­ρες εἶ­ναι πολ­λοὶ ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἀρ­νοῦν­ται ἐ­πί­μο­να νὰ δε­χθοῦν τὴν ἀ­λή­θεια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ κλεί­νον­ται στὸ ἐ­γώ τους. Δὲν δι­α­θέ­τουν τὴν ὅ­ρα­ση τῆς ψυ­χῆς γιὰ νὰ ἀν­τι­κρί­σουν τὴν ἀ­λή­θεια.

Ἔρ­χε­ται καὶ σή­με­ρα ὁ Χρι­στὸς γιὰ νὰ μᾶς ἀ­παλ­λά­ξει ἀ­πὸ τὴν «τυ­φλό­τη­τά» μας. Τὴν πα­θο­γέ­νεια ποὺ μᾶς προ­σβάλ­λει καὶ δὲν μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει νὰ βλέ­που­με κα­θα­ρὰ τὶς εἰ­κό­νες τῆς ζω­ῆς καὶ τῆς ἀ­λή­θειάς της. Ὡ­στό­σο, μᾶς ἀ­φή­νει ἀ­δι­ά­φο­ρους ἡ πα­ρου­σί­α του.

Προ­τι­μοῦ­με νὰ ζοῦ­με στὸ σκο­τά­δι καὶ νὰ ἀρ­νού­μα­στε τὸ ἀ­λη­θι­νὸ φῶς. Τὸ λυ­τρω­τι­κό του ἔρ­γο δὲν ἄγ­γι­ζε μό­νο τοὺς ἀν­θρώ­πους μί­ας ἐ­πο­χῆς ἀλ­λὰ ἐ­πε­κτεί­νε­ται στοὺς αἰ­ῶ­νες καὶ τὸ φῶς του κα­ταυ­γά­ζει ὅ­λους καὶ ὅ­λα. Ἀρ­κεῖ νὰ τὸ δε­χθοῦ­με στὴ ζω­ή μας καὶ νὰ τοῦ προ­σφέ­ρου­με κα­τά­λυ­μα στὴν καρ­διά μας.

Ἀ­γα­πη­τοὶ μου ἀ­δελ­φοί, ὁ τυ­φλὸς πί­στε­ψε στὸν Χρι­στὸ καὶ ὁ­μο­λό­γη­σε τὴν Θε­ό­τη­τά του. Ἄ­φη­σε ἀ­νοι­κτὴ τὴν ὕ­παρ­ξή του γιὰ νὰ δε­χθεῖ τὶς εὐ­ερ­γε­τι­κές του ἐ­νέρ­γει­ες καὶ νὰ βρεῖ τὸ φῶς του. Ἡ σω­μα­τι­κὴ τυ­φλό­τη­τα ἀ­φή­νει κά­ποι­ους συ­ναν­θρώ­πους μας νὰ ἔ­χουν τὴ δι­κή τους δο­κι­μα­σί­α στὴ ζω­ή.

Τὰ συμ­πτώ­μα­τα ὅ­μως τῆς ψυ­χι­κῆς τύ­φλω­σης εἶ­ναι πο­λὺ πιὸ φο­βε­ρὰ για­τί δὲν ἀ­φή­νουν τὸν ἄν­θρω­πο νὰ δε­χθεῖ στὴ ζω­ὴ του τὴν χα­ρὰ τῆς ἀ­λη­θι­νῆς ζω­ῆς καὶ τὸν ἀ­φή­νουν νὰ ἀ­σφυ­κτιᾶ στὶς ἀ­να­θυ­μιά­σεις τοῦ θα­νά­του.

Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ αὐ­τὸ ποὺ ἔ­λε­γε στοὺς ψαλ­μοὺς του ὁ Δα­βίδ: «Κύ­ρι­ε, φώ­τι­σον τοὺς ὀ­φθαλ­μούς μου μή­πο­τε ὑ­πνώ­σω εἰς θά­να­τον». Ἂς ἐμ­πι­στευ­θοῦ­με, λοι­πόν, τὸν ἑ­αυ­τό μας στὶς ἀγ­κά­λες τοῦ Χρι­στοῦ, ὥ­στε νὰ πο­ρευ­ό­μα­στε μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἀ­κτι­νο­βο­λί­α τοῦ φω­τὸς τῆς θεί­ας Του πα­ρου­σί­ας. Ἀ­μήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου