Ἀριθ. Ἐγκυκλίου : 15
Ἀριθ. Πρωτ.: 3527
Ἀριθ. Διεκπ.: 1183
ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Πρός
τόν Ἱερόν Κλῆρον
καί τόν εὐσεβῆ λαόν
τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
«Ἡ Παρθένος σήμερον τόν Ὑπερούσιον τίκτει »
Ἀδελφοί μου,
Γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στόν λόγο του «Εἰς τήν γενέθλιον ἡμέραν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»: «Ἐκεῖνα πού τήν παλιά ἐποχή περίμεναν μέ ἀγωνία οἱ πατριάρχες νά πραγματοποιηθοῦν, οἱ προφῆτες προεῖπαν καί οι δίκαιοι προσδοκοῦσαν, πραγματοποιήθηκαν σήμερα: "Καί ὁ Θεός ἐπί γῆς ὤφθη διά σαρκός". Ἄς χαροῦμε λοιπόν, ἀγαπητοί, κι ἄς ἀγαλλιάσουμε. Διότι ἐάν ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος σκίρτησε ἀπό ἀγαλλίαση μέσα στήν κοιλιά τῆς μητέρας του, ὅταν ἡ Παναγία ἐπισκέφθηκε τήν Ἐλισάβετ, πολύ περισσότερο πρέπει νά σκιρτοῦμε ἐμεῖς βλέποντας τόν ἴδιο τόν Σωτήρα μας πού γεννήθηκε σήμερα, καί νά θαυμάσουμε καί νά γεμίσουμε ἀπό ἔκπληξη μπροστά στό μέγεθος τοῦ μυστηρίου τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ ποῦ παραμένει ἀσύλληπτο γιά ὁποιοδήποτε ἀνθρώπινο νοῦ. Σκέψου δηλαδή πόσο μεγάλο καί ἀπροσδόκητο πράγμα εἶναι νά βλέπει κανείς τόν ἥλιο νά κατεβαίνει ἀπό τόν οὐρανό, νά τρέχει ἐπί τῆς γῆς καί ἀπ’ αὐτήν νά στέλνει πρός ὅλους τίς ἀκτίνες του. Ἐάν αὐτό τό φαινόμενο, βλέποντας νά συμβαίνει στόν αἰσθητό ἥλιο, θά γέμιζε μέ ἔκπληξη ὅσους τό ἔβλεπαν, σκέψου σέ παρακαλῶ καί ἀναλογίσου πόσο μεγάλο πράγμα εἶναι νά βλέπουμε τόν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης νά ἐκπέμπει τίς ἀκτίνες του ἀπό τή δική μας τήν ἀνθρώπινη σάρκα καί νά καταφωτίζει τίς ψυχές μας».
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος χαρακτηρίζει αὐτό τό μυστήριο «παράξενο καί παράδοξο». Καί συνεχίζει:«Σήμερα ἡ Βηθλεέμ μιμήθηκε τόν οὐρανό καί ἀντί γιά ἀστέρια δέχθηκε τούς ἀγγέλους πού ἀνυμνοῦν· ἀντί γιά ἥλιο, ἔδωσε χῶρο κατά τρόπο ἀπερίγραπτο στόν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης. Καί μή ζητᾶς νά μάθεις πῶς· διότι, ὅπου θέλει ὁ Θεός, ὑπερβαίνεται ἡ τάξη τῆς φύσεως. Σήμερα γεννιέται Αὐτός πού ὑπάρχει αἰώνια, καί Αὐτός πού ὑπάρχει αἰώνια γίνεται αὐτό πού δέν ἦταν· διότι, ἐνῶ εἶναι Θεός, γίνεται ἄνθρωπος, χωρίς νά παύσει νά εἶναι Θεός. Γιατί δέν ἔγινε ἄνθρωπος ἐγκαταλείποντας τή θεότητά Του, οὔτε πάλι ἔγινε ἀπό ἄνθρωπος Θεός μετά ἀπό ἠθική προκοπή, ἀλλ’, ἐνῶ εἶναι Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἔγινε ἄνθρωπος κι ἡ φύση Του παρέμεινε ἀμετάβλητη».
Ὁ ὅρος Ὑπερούσιος δηλώνει ἐκεῖνον πού ὑπερβαίνει τήν ἔννοια τῆς οὐσίας. «Τό τί ἀκριβῶς εἶναι αὐτή καθ’ ἑαυτήν ἡ θεία φύση κατά τήν οὐσία της κεῖται πέραν κάθε προσπάθειας νά τό καταλάβουμε, ἐπειδή εἶναι ἀπρόσιτη καί ἀπλησίαστη στίς σκέψεις», σημειώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ἀδελφός τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Μέ τόν ὅρο φύση ἤ οὐσία ὀνομάζουμε τό σύνολο τῶν στοιχείων ἑνός ὄντος πού παραμένουν σταθερά κι ἀμετάβλητα στήν πολλαπλότητα τῶν ὑπολοίπων ἰδιοτήτων καί ἐνεργειῶν του. Λόγου χάριν, μία καί κοινή εἶναι ἡ θεία Οὐσία μεταξύ τῶν τριῶν προσώπων ἤ ὑποστάσεων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Βεβαίως, ὅταν μιλοῦμε περί Θεοῦ, καταχρηστικά χρησιμοποιοῦμε αὐτούς τούς ὄρους, καθώς δέν πρόκειται περί κάποιου κοινοῦ ὄντος. Πολλοί κλασικοί φιλόσοφοι καί δυτικοί θεολόγοι εἶχαν τήν ἐσφαλμένη ἄποψη ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ὁδηγηθεῖ συλλογιστικά καί ἀναγωγικά στή γνώση τῆς θείας Οὐσίας. Κατ’ ἐπέκταση, ὑποστήριξαν ὅτι λογικά ἀκόμη καί ὁ Θεός προσδιορίζεται ὑποχρεωτικά ἀπό τή φύση του, ἀπό τήν Οὐσία του. Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ μᾶς φανέρωσε ὅμως ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἐλεύθερος ἀπό κάθε τέτοιο προκαθορισμό, ὅτι μπορεῖ νά ὑπερβεῖ, σέ μίαν ἔξαρση ἀγάπης καί αὐτοπροσφορᾶς, τόν ἴδιο του τόν «ἑαυτό», τήν ἴδια του τήν θεότητα· ὅτι εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξει καί ὡς ἄνθρωπος. Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἀποκτᾶ ἔτσι καί τήν ἀνθρώπινη οὐσία ἤ φύση. Ὁ Χριστός εἶναι ἕνα πρόσωπο, μία ὕπαρξη, ἀλλά ἔχει δύο φύσεις: τήν θεία καί τήν ἀνθρώπινη. Αὐτά τά ἰλιγγιώδη θεολογικά νοήματα σημαίνουν γιά τόν ἄνθρωπο ὅτι πλέον καταργεῖται ἡ νομοτέλεια πού καταδυναστεύει τήν ἀνθρώπινη φύση. Ὁ ἄνθρωπος καθίσταται, διά τοῦ Χριστοῦ, «κοινωνός θείας φύσεως».
Σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ ἁγίου Μάξιμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, «αὐτό εἶναι τό μεγάλο κι ἀπόκρυφο μυστήριο. Αὐτό εἶναι τό μακάριο τέλος γιά τό ὁποῖο ἔχουν γίνει ὅλα. Αὐτός εἶναι ὁ θεῖος σκοπός πού προεπινοήθηκε πρίν ἀπό τήν ἀρχή τῶν ὄντων, γιά χάρη τοῦ ὁποίου ἔγιναν τά πάντα. Σ’ αὐτό τό τέλος ἀτενίζοντας δημιούργησε ὁ Θεός τίς οὐσίες τῶν ὄντων. Αὐτό εἶναι κυρίως τό πέρας τῆς προνοίας καί ἐκείνων πού ἡ πρόνοια προνοεῖ, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο γίνεται ἡ ἐπανασυναγωγή στό Θεό ὅλων τῶν ποιημάτων του. Αὐτό εἶναι τό μυστήριο πού περικλείει ὅλους τούς αἰῶνες καί φανερώνει τήν ὑπεράπειρη καί πού ἄπειρες φορές ἀπείρως προϋπάρχει ἀπό τούς αἰῶνες μεγάλη βουλή τοῦ Θεοῦ, τῆς ὁποίας ἀγγελιαφόρος ἔγινε ὁ ἴδιος ὁ σύμφωνος μέ τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ Λόγος, ὅταν ἔγινε ἄνθρωπος καί φανέρωσε, ἄν μοῦ ἐπιτρέπεται νά πῶ, τόν ἴδιο τό βαθύτερο πυθμένα τῆς Πατρικῆς ἀγαθότητας κι ἔδειξε μέσα σ’ αὐτόν τό τέλος, πού γιά χάρη του τά δημιουργήματα ἔλαβαν τήν ἀρχή τῆς ὕπαρξής τους. Γιατί γιά τόν Χριστό, δηλαδή γιά τό μυστήριο κατά Χριστόν, ὅλοι οἱ αἰῶνες καί ὅλα ὅσα περιέχουν ἔχουν λάβει τήν ἀρχή καί τό τέλος τοῦ εἶναι τους».
Μιλοῦμε γιά ὑπερουσιότητα, δηλαδή γιά μία δύσκολη θεολογική ἔννοια, ὑψηλή καί δυσπρόσιτη. Ὅσο ὅμως περισσότερο ἐμβαθύνουμε στό ἀληθινό νόημα τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, τόσο μεγαλύτερη θά εἶναι στήν πραγματικότητα ἡ Χάρις του Χριστοῦ στή ζωή μας. Πολλές φορές δυστυχῶς συμβαίνει νά ἑορτάζουμε τά Χριστούγεννα χωρίς τόν Χριστό. Ἀπολαμβάνουμε πλούσια γεύματα, ἐπιδεικτικές διακοσμήσεις καί ὄμορφα δῶρα –πού κι αὐτά βεβαίως ἔχουν τήν ἀξία τους, στόν βαθμό ὅμως πού δέν μᾶς ἀποσποῦν ἀπό τό πραγματικό πρόσωπο αὐτῶν τῶν ἡμερῶν, τόν γεννώμενο Χριστό. Δέν πρόκειται γιά κάποιον μεγάλο ἡγέτη ἤ ἀναμορφωτή· γεννήθηκε ὁ Θεός καί Σωτήρας μας. Αὐτά ἦταν τά λόγια τῶν ἀγγέλων πρός τούς ἀνθρώπους ἐκείνη τή νύχτα: «Ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστός Κύριος» (Λουκ. β΄ 11).
Ἡ ὑπερουσιότητα ἔχει νά κάνει πρωτίστως μέ τό ἀνείπωτο μέγεθος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Μέσα στά διάφορα προβλήματα τῆς ζωῆς μας, τά ὁποῖα ἔχουν γίνει τόσο ἐπίπονα στίς μέρες μας, ἀλλά δέν λείπουν ποτέ ἀπό καμμία ἐποχή, παίρνουμε ἐνθάρρυνση τόσο στόν προσωπικό ὅσο καί στόν κοινό μας ἀγώνα ἀπό τήν πεποίθηση ὅτι ὑπάρχει Ἐκεῖνος πού μᾶς ἀγάπησε καί μᾶς ἀποκάλυψε τήν ἀγάπη Του μέσα στήν ἱστορία. «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν», βεβαιώνει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής Ἰωάννης. Καί συνεχίζει: «Ἐν τούτῳ ἐφανερώθη ἡ ἀγάπη τοῦ θεοῦ ἐν ἡμῖν, ὅτι τὸν Υἱὸν Αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἀπέσταλκεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν κόσμον ἵνα ζήσωμεν δι’ Αὐτοῦ» (Α΄ Ἰω. 4, 8-9). «Τόσο πολύ ἀγάπησε ὁ Θεός τόν κόσμο, ὥστε μᾶς ἔδωσε τόν Υἱό Του τόν μονογενῆ, γιά νά μήν χαθεῖ ὅποιος πιστεύσει σ’ Αὐτόν, ἀλλά νά ἔχει αἰώνια ζωή. Ὁ Θεός δέν ἔστειλε τόν Υἱό Του γιά νά καταδικάσει τόν κόσμο, ἀλλά γιά νά σωθεῖ ὁ κόσμος μέσῳ αὐτοῦ» (Ἰω. γ΄ 16-17). «Ἡ καταδίκη», γράφει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, «συνίσταται στό ἑξῆς: ὅτι τό φῶς ἔχει ἔρθει στόν κόσμο, ἀλλά οἱ ἄνθρωποι ἀγάπησαν περισσότερο τό σκοτάδι παρά τό φῶς, ἐπειδή τά ἔργα τους ἦταν πονηρά. Ὅποιος κάνει τό κακό μισεῖ τό φῶς καί δέν ἔρχεται στό φῶς, γιά νά μή γίνουν φανερά τά ἔργα του· ὅποιος ὅμως ἀκολουθεῖ τήν ἀλήθεια ἔρχεται στό φῶς, γιά νά γίνει φανερό ὅτι τά ἔργα του ἔχουν γίνει σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. γ΄ 19-21).
Ὁ Χριστός γεννιέται στίς καρδιές μας μόνο ὅταν τά εἴδωλα καί οἱ ἄλλοι μύθοι καταρρεύσουν. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἴδιος εἶπε ὅτι ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά κατοικήσει σέ ὅσους διχάζονται μεταξύ δύο κυρίων. Γιορτάζουμε πάντα Χριστούγεννα, ὅταν στή ζωή μας βιώσουμε μέ καθαρή καρδιά τό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως, δηλαδή τήν ἐμπειρία ὅτι ὁ Θεός μᾶς εἶναι οἰκεῖος καί ἀδελφός. Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ σημαίνει τήν ἀνώτερη καταξίωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, καθώς αὐτή ἑνώθηκε μέ τή θεία φύση. Μέ αὐτόν τόν τρόπο, τό θνητό καί κτιστό σῶμα μας, πού ζεῖ μές στίς ἁμαρτίες, κρίθηκε ἄξιο νά μεταλάβει θείων ἐνεργειῶν. Σέ αὐτή τή δωρεά ἀναφέρεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγοντας:«Γνωρίζετε τήν χάρη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή γιά σᾶς ἔγινε φτωχός ἐνῶ ἦταν πλούσιος, γιά νά πλουτίσετε σεῖς μέ τήν φτώχεια του» (Β΄ Κορ. η΄ 9).
Τό μυστήριο τῆς σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου εἶναι καί μυστήριο ταπεινώσεως. Ἡ ἐπίγεια ζωή τοῦ Χριστοῦ συγκεφαλαιώνεται στήν κένωση, στήν πτωχεία – ξεκινᾶ καί καταλήγει στήν ἄκρα ταπείνωση. Γιατί, τί εἶναι εὐτελέστερο ἀπό τό νά γεννηθεῖ κανείς σέ ἁπλό κατάλυμα γιά ζῶα; Το φτωχικό σπήλαιο κι ἡ φάτνη, περί τῶν ὁποίων μᾶς ὁμιλοῦν τά ἱερά κείμενα καί τά ὁποία εἰκονίζονται καί στήν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως, εἶναι ὅλα δείγματα τῆς κενώσεως τῆς θεότητος, τῆς ὁλοκληρωτικῆς συγκαταβάσεως Ἐκείνου, ὁ ὁποῖος, ἀόρατος καί ἀπλησίαστος κατά τήν θεότητά Του, γίνεται ὁρατός κατά τήν ἀνθρώπινη φύση του, γεννᾶται ἐντός τοῦ σπηλαίου καί ἀφήνεται νά τυλιχθεῖ σέ σπάργανα, πού προτυπώνουν καί τόν θάνατό Του, τόν τάφο Του, ἀπό τόν ὁποῖον, ὅπως μέσα ἀπό τήν φάτνη, θά ἀνατείλει ξανά ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης καί θά ξεχειλίσει ἡ Πηγή τῆς Ζωῆς.
Ὅπως τό σπήλαιο τῆς Γεννήσεως, ἡ Ἐκκλησία γίνεται τό ἁγιασμένο κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τόπος συναντήσεως Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Δι’ αὐτῆς ἀποκαλύπτεται στόν κόσμο «ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ» καί δι’ αὐτῆς ἅπαντα τά ἔθνη καθίστανται «συγκληρονόμα καί σύσσωμα καί συμμέτοχα τῆς ἐπαγγελίας ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διά τοῦ Εὐαγγελίου» (Ἐφεσ. 3, 6). Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἐν τῷ ὁποίῳ «κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς» (Κολ. 2, 9). Ἡ μεγαλύτερη πρός ἐμᾶς εὐεργεσία καί συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅτι μᾶς ἀξίωσε νά γεννηθοῦμε στήν ἀγκαλιά τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Στό ἐκκλησιαστικό σῶμα καταλύεται ἡ φθορά καί ἡ ταπεινή μας φύση ὑψώνεται ὥς Ἐκεῖνον. Στήν Ἐκκλησία μας νικῶνται ὅλες οἱ δυνάμεις τοῦ κακοῦ πού συνθλίβουν τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, καί ὁ πιστός καθίσταται μέτοχος τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ διά τῆς προσωπικῆς του ἐλευθερίας καί τῆς Χάριτος Αὐτοῦ. Μέ τά λόγια τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, διά τῆς Ἐκκλησίας «ἦλθεν ἡ τῆς ζωῆς βασιλεία» καί «γέγονεν ἄλλη γέννησις, βίος ἕτερος, ἄλλο ζωῆς εἶδος, αὐτῆς τῆς φύσεως ἡμῶν μεταστοιχείωσις».
Στήν πνευματική σύγχυση καί σκληρότητα τῶν σημερινῶν καιρῶν, ἡ ψυχή μας βρίσκει στήριγμα στήν ἐλπίδα, τήν προσδοκία καί τήν πίστη, γιατί φωτίζεται ἀπό τόν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, τόν Χριστό. Ὁ Ὑπερούσιος τίκτεται, Χριστός γεννᾶται, καί ἰδού ἐστι μεθ’ ἡμῶν «πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος».
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2013
Μέ πατρικές εὐχές
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ Ο ΧΙΟΥ, ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ ΜΑΡΚΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου