Παρασκευή 10 Απριλίου 2015

10 Ἀπριλίου 2015 - Μεγάλη Παρασκευή

Ἀ­ριθ­μὸς 15
10 Ἀ­πρι­λί­ου 2015
Με­γά­λη Πα­ρα­σκευ­ή
(Λουκ. 23,33)

«Ἐ­κεῖ ἐ­σταύ­ρω­σαν αὐ­τόν» (Λουκ. 23,33)

Ὅ­σες ὁ­μι­λί­ες κι ἄν ἐκ­φω­νη­θοῦν, ὅ­σα τρο­πά­ρια κι ἄν ψα­λοῦν, ὅ­σες εἰ­κό­νες κι ἄν ἁ­γι­ο­γρα­φη­θοῦν δέν θά μπο­ρέ­σουν νά ἀ­πο­δώ­σουν τό ὕ­ψος τῆς ση­με­ρι­νῆς ἡ­μέ­ρας. Ἄς προ­σπα­θή­σου­με ἐ­νώ­πιον τοῦ Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νου Κυ­ρί­ου μας νά θυ­μη­θοῦ­με ὁ­ρι­σμέ­νες ἀ­λή­θει­ες. Ἡ γῆ ἦ­ταν κά­πο­τε, ἀ­δελ­φοί μου, κα­θα­ρή ἀ­πό κά­θε μο­λυ­σμό ἁ­μαρ­τί­ας, κα­θα­ρή ἀ­πό αἷ­μα. Ἀλ­λά ἀ­πό τή στιγ­μή πού ὁ Κά­ϊν θα­νά­τω­σε τόν Ἄ­βελ, τό πρῶ­το ἀ­θῶ­ο αἷ­μα χύ­θη­κε πά­νω της. Ἀ­πό τό­τε στό αἷ­μα ἐ­κεί­νου προ­στέ­θη­κε κι ἄλ­λο, πολ­λῶν ἀ­θώ­ων θυ­μά­των. Ἡ γῆ μας ἔ­χει πο­τι­στεῖ ἀ­πό ἑ­κα­τομ­μύ­ρια Ἄ­βελ καί ἀ­να­στε­νά­ζει. 

Ἀ­φή­νου­με τώ­ρα ὅ­λα τά ἄλ­λα ἐγ­κλή­μα­τα γιὰ νά προ­σέ­ξου­με ἕ­να μό­νο, τό πιό φρι­κι­α­στι­κό. Εἶ­ναι ἡ θα­νά­τω­ση τοῦ Χρι­στοῦ μας ἔ­ξω ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ στό λό­φο τοῦ Γολ­γο­θᾶ. Ἕ­νας ξέ­νος πού θά βρι­σκό­ταν ἐ­κεῖ τήν ἡ­μέ­ρα ἐ­κεί­νη καί θά ἔ­βλε­πε νά σέρ­νουν τόν Ἰ­η­σοῦ στά στε­νά δρο­μά­κια δε­μέ­νο, νά Τόν ὁ­δη­γοῦν στόν τό­πο τῆς ἐ­κτέ­λε­σης καί νά Τόν ὑ­ψώ­νουν ἐ­πά­νω στό σταυ­ρό θά ρω­τοῦ­σε: «Ποι­ό εἶ­ναι τό ἔγ­κλη­μά του;», «Τί κα­κό ἐ­ποί­η­σεν;». 

Ὁ Ἰ­η­σοῦς δέν ἔ­κα­νε κα­νέ­να κα­κό. Κι αὐ­τοί οἱ ἐ­χθροί του τό ὁ­μο­λο­γοῦν. Ἦ­ταν ἡ πα­ρη­γο­ρί­α τῶν θλιμ­μέ­νων, ὁ ἰα­τρός τῶν ἀ­σθε­νούν­των, ὁ μο­να­δι­κός δι­δά­σκα­λος τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας. Καί ἐ­μεῖς μπρο­στά στό Σταυ­ρό Του ρω­τοῦ­με: «Ποι­οί εἶ­ναι οἱ ἔ­νο­χοι τῆς σταύ­ρω­σής Του;». Μπρο­στά στόν παγ­κό­σμιο Κρι­τή βρί­σκον­ται κα­τη­γο­ρού­με­νοι οἱ συν­τε­λε­στές τῆς σταύ­ρω­σης. Πρῶ­τα οἱ στρα­τι­ῶ­τες, οἱ ὁ­ποῖ­οι θά προ­σπα­θή­σουν νά ἀ­πο­λο­γη­θοῦν, νά δι­και­ο­λο­γη­θοῦν: «Κύ­ρι­ε, δέν σέ γνω­ρί­ζα­με, ἁ­πλοῖ στρα­τι­ῶ­τες πού ἤ­μα­σταν ἐ­κτε­λού­σα­με δι­α­τα­γές. Ἄν ὑ­πάρ­χει ἕ­νας ὑ­πεύ­θυ­νος, αὐ­τός εἶ­ναι ὁ Πι­λά­τος πού ὑ­πέ­γρα­ψε τήν κα­τα­δί­κη». 

Με­τά ὁ Πι­λά­τος: «Ἔ­λα, Πι­λά­τε, πού ὡς ἡ­γε­μό­νας εἶ­χες στήν ἐ­ξου­σί­α σου τή ζω­ή καί τό θά­να­το τῶν ἀν­θρώ­πων, ἀ­πο­λο­γή­σου. Ἡ σύ­ζυ­γός σου Πρό­κλα σέ προ­ει­δο­ποί­η­σε». Καί αὐ­τός τρέ­μον­τας θά προ­σπα­θή­σει νά ρί­ξει τήν εὐ­θύ­νη στό λα­ό. «Μέ πί­ε­σαν, φώ­να­ζαν συ­νε­χῶς, δέν μπο­ροῦ­σα νά σκε­φτῶ κα­θα­ρά, τρό­μα­ξα ὅ­ταν μοῦ εἶ­παν πώς θά κα­ταγ­γεί­λουν στόν Καί­σα­ρα τή συμ­πε­ρι­φο­ρά μου, ἐ­πει­δή προ­σπά­θη­σα νά μή Σέ κα­τα­δι­κά­σω». 

Τρί­τον ὁ λα­ός. «Ἔ­λα, λα­έ, πού εὐ­ερ­γε­τή­θη­κες πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό κά­θε ἄλ­λο λα­ό, ἀ­πο­λο­γή­σου». Καί ὁ ἁ­πλός λα­ός τί θά πεῖ; «Ἐ­μεῖς δέν φταῖ­με. Ὑ­πεύ­θυ­νοι εἶ­ναι οἱ ἀρ­χι­ε­ρεῖς, οἱ γραμ­μα­τεῖς καί οἱ φα­ρι­σαῖ­οι, αὐ­τοί μᾶς ξε­σή­κω­σαν νά φω­νά­ζου­με «σταύ­ρω­σον αὐ­τόν». 

Τέ­ταρ­τον ἡ σπεῖ­ρα. «Ἐ­λᾶ­τε λοι­πόν ἐ­σεῖς πού κρα­τού­σα­τε στά χε­ριά σας τό θεῖ­ο νό­μο, ἀ­πο­λο­γη­θεῖ­τε». Καί αὐ­τοί πῶς νά δι­και­ο­λο­γή­σουν τό φθό­νο τους γιά τόν Ἰ­η­σοῦ πού ἦ­ταν ἡ αἰ­τί­α τοῦ μί­σους καί τε­λι­κά τοῦ ἐγ­κλή­μα­τος; Θά δεί­ξουν τόν Ἰ­ού­δα μέ τό δά­χτυ­λο καί θά ποῦν: «Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ ἔ­νο­χος. Χω­ρίς αὐ­τόν δέν θὰ μπο­ρού­σα­με νά κά­νου­με τή σύλ­λη­ψη μέ­σα στό σκο­τά­δι».

Πέμ­πτον ὁ Ἰ­ού­δας. Τί νά ἀ­πο­λο­γη­θεῖ; Θά στέ­κε­ται κί­τρι­νος σάν τά νο­μί­σμα­τα καί μή ἔ­χον­τας ἄλ­λη δι­και­ο­λο­γί­α θά δεί­χνει ἐ­κεῖ­νον πού εἶ­ναι ὑ­πο­βο­λέ­ας ὅ­λων τῶν ἐγ­κλη­μά­των, τόν δι­ά­βο­λο, πού ἔ­χει μπεῖ καί στήν καρ­διά τοῦ Ἰ­ού­δα. 

Αὐ­τή εἶ­ναι οἱ φυ­σι­κοί καί ἠ­θι­κοί αὐ­τουρ­γοί τοῦ ἐγ­κλή­μα­τος. Ὁ Χρι­στός μας ὅ­μως δέ σταυ­ρώ­θη­κε ἀ­πό ἀ­δυ­να­μί­α. Πα­ρα­δό­θη­κε μό­νος Του, ἦ­ταν ἑ­κού­σια ἡ σταύ­ρω­ση. Ἄν ἐμ­βα­θύ­νου­με στό μυ­στή­ριο θά δοῦ­με ὅ­τι βα­θύ­τε­ρη αἰ­τί­α τοῦ δρά­μα­τος τοῦ Σταυ­ροῦ εἴ­μα­στε ἐ­μεῖς, ἀ­δελ­φοί μου. Πρέ­πει νά κα­τα­λά­βου­με ὅ­τι ὁ Χρι­στός μας σταυ­ρώ­θη­κε ὑ­πέρ ἡ­μῶν καί ἀν­τί ἡ­μῶν. Πρό­σφε­ρε τή ζω­ή Του γιά νά μᾶς ἐ­ξα­γο­ρά­σει. Ὁ προ­φή­της Ἠ­σα­ΐ­ας λέ­γει: «Οὗ­τος τὰς ἁ­μαρ­τί­ας ἡ­μῶν φέ­ρει καὶ πε­ρὶ ἡ­μῶν ὀ­δυ­νᾶ­ται». Μα­κά­ρι νά ὑ­πῆρ­χε τρό­πος ἔ­ξω­θεν νά ἔμ­παι­νε στίς καρ­δι­ές μας αὐ­τή ἡ ἀ­λή­θεια. «Τῷ μώ­λω­πι αὐ­τοῦ ἡ­μεῖς ἰ­ά­θη­μεν». Κά­θε στα­λαγ­μα­τιά τοῦ αἵ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ μας φτά­νει γιά νά ξε­πλύ­νει τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα ὅ­λων τῶν ἀν­θρώ­πων πού πέ­ρα­σαν, ποὺ εἶ­ναι καί θά πε­ρά­σουν ἀ­πό τοῦ­το τόν κό­σμο, ἀ­πό τόν Ἀ­δάμ καί μέ­χρι τή Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σί­α.

Ὑ­πάρ­χουν λοι­πόν καί οἱ σύγ­χρο­νοι σταυ­ρω­τές. Τούς βλέ­πε­τε, ὁ ἕ­νας σκο­τώ­νει τό συ­νάν­θρω­πό του, ὁ ἄλ­λος ση­κώ­νει χέ­ρι καί χτυ­πᾶ τούς γο­νεῖς του, ὁ ἄλ­λος ἁ­πλώ­νει τό χέ­ρι στό Εὐ­αγ­γέ­λιο καί παίρ­νει ὅρ­κο, ὁ ἄλ­λος ἀ­νοί­γει τό στό­μα καί κα­τα­κρί­νει, συ­κο­φαν­τεῖ, βλα­σφη­μᾶ. Ὁ ἄλ­λος ἔ­χει μῖ­σος στήν καρ­διά, ὁ ἄλ­λος ὑ­πε­ρη­φα­νεύ­ε­ται. 

«Ἐ­κεῖ ἐ­σταύ­ρω­σαν αὐ­τόν». Ποῦ; Μέ­σα στό ἐμ­πο­ρι­κό κα­τά­στη­μα ὁ ἔμ­πο­ρος ἐ­ξα­πα­τᾶ τούς ἀ­φε­λεῖς πε­λά­τες του. Στό δι­κα­στή­ριο ὅ­που δι­κα­στής καί ψευ­δο­μάρ­τυ­ρες κα­τα­δι­κά­ζουν ἕ­ναν ἀ­θῶ­ο. Στό σχο­λεῖ­ο ὅ­που ἕ­νας ἄ­θε­ος δά­σκα­λος καί κα­θη­γη­τής ξε­ρι­ζώ­νει μέ­σα ἀ­πό τίς καρ­δι­ές τῶν παι­δι­ῶν τήν ἀ­γά­πη γιά τόν Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νο καί Ἀ­να­στη­μέ­νο Κύ­ριο καί Θε­ό μας. Μέ­σα στό σπί­τι ὅ­που ὁ πα­τέ­ρας καί ἡ μη­τέ­ρα αἰ­σχρο­λο­γοῦν μπρο­στά στά παι­διά τους.

Ὁ Χρι­στός μας πά­νω ἀ­πό τό σταυ­ρό πού Τόν ἀ­νέ­βα­σαν οἱ ἁ­μαρ­τί­ες μας στρέ­φει τό βλέμ­μα στούς με­γά­λους καί ἰ­σχυ­ρούς, στούς πρω­θυ­πουρ­γούς καί βου­λευ­τές, στούς κλη­ρι­κούς τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, στούς βα­πτι­σμέ­νους στό ὄ­νο­μα τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος καί λέ­ει μέ πα­ρά­πο­νο: «Μέ ὑ­βρί­ζουν οἱ Ἑ­βραῖ­οι, μέ ἀ­τι­μά­ζουν οἱ μω­α­με­θα­νοί, μέ ἐ­ξευ­τε­λί­ζουν οἱ ἐ­χθροί. Μέ προ­δί­δεις καί ἐ­σύ Χρι­στια­νέ»;

Ὤ! Χρι­στέ, συν­τε­τριμ­μέ­νοι μπρο­στά στό Σταυ­ρό Σου πέ­φτου­με καί πα­ρα­κα­λοῦ­με. Δῶ­σε μας με­τά­νοι­α, δῶ­σε μας συγ­χώ­ρη­ση γιά τίς ἀ­να­ρίθ­μη­τες φο­ρές πού Σέ σταυ­ρώ­σα­με. Μνή­σθη­τι ἡ­μῶν, Κύ­ρι­ε, ἐν τῇ βα­σι­λεί­ᾳ Σου. Ἀ­μήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου