Σάββατο 19 Απριλίου 2014

ΠΑΣΧΑΛΙΟΣ ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ

Πρός
τόν Ἱ­ε­ρόν Κλῆ­ρον
καί τόν εὐ­σε­βῆ λα­όν 
τῆς κα­θ' ἡ­μᾶς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως.

Θέ­μα: «Πα­σχά­λιος Ποι­μαν­το­ρι­κή Ἐγ­κύ­κλιος».

«Θα­νά­του ἑ­ορ­τά­ζο­μεν νέ­κρω­σιν,
ᾍ­δου τήν κα­θαί­ρε­σιν,
ἄλ­λης βι­ο­τῆς, τῆς αἰ­ω­νί­ου ἀ­παρ­χήν»
Ἀ­γα­πη­τοί μου,

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!

Μέ τήν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Σω­τῆ­ρος καί Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ἑ­ορ­τά­ζου­με «θα­νά­του τήν νέ­κρω­σιν, ᾋ­δου τήν κα­θαί­ρε­σιν, ἄλ­λης βι­ο­τῆς, τῆς αἰ­ω­νί­ου ἀ­παρ­χήν». Πρό­κει­ται γιά τό ἐ­πί­κεν­τρο τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας καί ζω­ῆς. Γι’ αὐ­τό καί ἀ­πο­τε­λεῖ τό μέ­γι­στο τῶν «με­γα­λεί­ων τοῦ Θε­οῦ» (Πράξ. 2, 11). Δι’ αὐ­τῆς φω­τί­ζον­ται καί ἀ­πο­κτοῦν νό­η­μα ἡ ἀ­γά­πη καί πρός τούς ἐ­χθρούς, ἡ θυ­σί­α πρός τόν συ­νάν­θρω­πο, ὁ ἀ­γώ­νας κα­τά τοῦ πα­λαι­οῦ, ἐ­γω­πα­θοῦς ἀν­θρώ­που, καί ἡ ζω­ή μας ὅ­λη ἐν­δύ­ε­ται ἁ­πτῶς τήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. Χω­ρίς τήν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ, ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τοῦ Θε­οῦ καί ὅ,τι φαί­νε­ται ἐν Αὐ­τῷ ὡς πρό­σω­πο, ὡς θεῖ­ο, ὡς πνεῦ­μα, ὡς ἐ­λευ­θε­ρί­α, ὡς δη­μι­ουρ­γός δύ­να­μη, θά ἦ­ταν αὐ­τα­πά­τη καί φαν­τα­σί­ω­ση, χω­ρίς καμ­μί­α βά­ση. Καί ὅ­λοι ὅ­σοι πι­στεύ­ουν στόν Ἀ­να­στάν­τα Κύ­ριο ἔ­χουν ἀ­πό αὐ­τή τή ζω­ή με­ρί­διο στήν εἰ­ρή­νη, τή δι­καί­ω­ση, τήν ἁ­γι­ό­τη­τα καί σέ ὅ­λους τους καρ­πούς τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος.

Τήν ἐμ­πει­ρί­α τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως ἔ­ζη­σαν ἀ­πό κον­τά οἱ ἅ­γιοι Ἀ­πό­στο­λοι, στούς ὁ­ποί­ους καί ἐμ­φα­νί­στη­κε ὁ ἀ­να­στάς Κύ­ριος, κα­θώς καί οἱ ἅ­γιοι Μάρ­τυ­ρες, οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες καί οἱ πι­στοί ὅ­λων τῶν ἐ­πο­χῶν. Τήν ἐμ­πει­ρί­α τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως, αὐ­τή τήν και­νή πο­ρεί­α, βι­ώ­νου­με κι ἐ­μεῖς μέ­σα στή λα­τρευ­τι­κή ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Εἶ­ναι ἡ δι­α­κο­νί­α τῶν Μυ­στη­ρί­ων, διά τῶν ὁ­ποί­ων μυ­εῖ τόν ἄν­θρω­πο στήν ὑ­πέρ λό­γον ἀ­λή­θεια πού εἶ­ναι ὁ ἀ­να­στάς Χρι­στός, γιά νά τόν κα­τα­στή­σει μέ­το­χο τῆς αἰ­ώ­νιας ζω­ῆς καί τῆς ἀ­θα­να­σί­ας πού μᾶς δώ­ρι­σε ἀ­πό τόν ζω­ο­δό­χο Τά­φο Του. Ὁ Χρι­στός γί­νε­ται ἡ ἀ­νά­στα­ση καί ἡ ἀ­λη­θι­νή ζω­ή ὅ­λων τῶν ἀν­θρώ­πων. Κα­θέ­νας ἀ­πό μᾶς ἔρ­χε­ται στό «εἶ­ναι» μέ τή γέν­νη­σή του, πο­ρεύ­ε­ται στό «εὖ εἶ­ναι» μέ τό βά­πτι­σμα καί προ­χω­ρεῖ στό «ἀ­εί εἶ­ναι» μέ τήν ἀ­νά­στα­ση. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α συ­νι­στᾶ τό Σῶ­μα τοῦ Ἀ­να­στάν­τος Χρι­στοῦ.

Συ­χνά πα­ρε­ξη­γεῖ­ται ἡ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας γιά τό ἀν­θρώ­πι­νο σῶ­μα καί τήν ὑ­λι­κή κτί­ση. Ἐ­πει­δή το­νί­ζε­ται ἡ σω­τη­ρί­α τῆς ψυ­χῆς, πα­ρα­με­λεῖ­ται ἡ ἀ­λή­θεια ὅ­τι καί τό σῶ­μα εἶ­ναι ἄρ­ρη­κτα συν­δε­δε­μέ­νο μέ τή σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που. Γιά τό λό­γο αὐ­τό καί ἀλ­λη­λο­ε­πη­ρε­ά­ζον­ται: ὅ­ταν ἁ­γι­ά­ζε­ται ἡ ψυ­χή, ἁ­γι­ά­ζε­ται καί τό σῶ­μα. Κι ὅ­ταν ἁ­μαρ­τά­νει ὁ ἄν­θρω­πος, ἁ­μαρ­τά­νει καί στήν ψυ­χή καί στό σῶ­μα. Εἶ­ναι κοι­νή ἡ σω­τη­ρί­α καί ἡ ἀ­νά­στα­ση ψυ­χῆς καί σώ­μα­τος, δη­λα­δή τοῦ ἀν­θρώ­που στήν ὁ­λό­τη­τά του.

Αὐ­τή ἡ βα­θειά ἑ­νό­τη­τα γί­νε­ται κα­τα­νο­η­τή ἀ­πό τό γε­γο­νός τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ. Τό­σο ἡ ψυ­χή τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης Του ἐν­δύ­θη­κε τήν ἀ­θα­να­σί­α, ὅ­σο καί τό ὑ­λι­κό σῶ­μά Του ἐν­δύ­θη­κε τήν ἀ­φθαρ­σί­α. Οὔ­τε ἡ ψυ­χή Του, ὡς ἀν­θρώ­που, ἔ­μει­νε στόν ᾋ­δη, οὔ­τε τό σῶ­μά Του ὑ­πέ­στη τή φθο­ρά τοῦ θα­νά­του. Ὁ ἴ­διος εἶ­πε στούς μα­θη­τές Του (Λκ. 24, 38-43): «Τί τε­τα­ραγ­μέ­νοι ἐ­στέ, καί δια­τί δι­α­λο­γι­σμοί ἀ­να­βαί­νου­σιν ἐν ταῖς καρ­δί­αις ὑ­μῶν; Ἴ­δε­τε τάς χεῖ­ράς μου καί τούς πό­δας μου ὅ­τι αὐ­τός ἐ­γώ εἰ­μι· ψη­λα­φή­σα­τέ με καί ἴ­δε­τε, ὅ­τι πνεῦ­μα σάρ­κα καί ὀ­στέ­α οὐκ ἔ­χει κα­θώς ἐ­μέ θε­ω­ρεῖ­τε ἔ­χον­τα. ... καί λα­βών ἐ­νώ­πιον αὐ­τῶν ἔ­φα­γεν», ἄν καί τό ἀ­να­στη­μέ­νο σῶ­μά Του δέν εἶ­χε ἀ­νάγ­κη τρο­φῆς.

Μέ τήν κα­τάρ­γη­ση τῆς φθο­ρᾶς τοῦ θα­νά­του ἀ­πό τήν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Θε­αν­θρώ­που, τό σῶ­μά μας γί­νε­ται δε­κτι­κό Χά­ρι­τος καί ἁ­για­σμοῦ. Μέ τή με­τά­λη­ψη τοῦ Σώ­μα­τος καί τοῦ Αἵ­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου στή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α, με­τέ­χου­με ὅ­λοι μας στήν Χά­ρη τῆς Ἀ­να­στά­σε­ώς Του, δι­ό­τι γι­νό­μα­στε μέ­λη τοῦ Σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ. Γρά­φει σχε­τι­κά ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος: «Οὐκ οἴ­δα­τε ὅ­τι τά σώ­μα­τα ὑ­μῶν μέ­λη Χρι­στοῦ ἐ­στιν;» (Α΄ Κορ., 6, 15). Καί ὡς μέ­λος τοῦ Σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, τό σῶ­μά μας γί­νε­ται κα­τοι­κη­τή­ριο τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, πού ἁ­γιά­ζει ὅ­λα τά μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Τό γε­γο­νός τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως, ὅ­πως τό­τε ἔ­τσι καί σή­με­ρα, προ­κα­λεῖ τή λο­γι­κή μας καί μᾶς προ­σκα­λεῖ νά ἀ­φε­θοῦ­με μέ πί­στη καί ἐλ­πί­δα στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τοῦ μυ­στη­ρί­ου καί τῆς ἀ­λή­θειας τοῦ Θε­οῦ. Μᾶς προ­σκα­λεῖ νά δοῦ­με μέ τήν πί­στη τί κρύ­βε­ται στό σκο­τει­νό χῶ­ρο τοῦ θα­νά­του. Ἡ βε­βαι­ό­τη­τα τοῦ θα­νά­του φαί­νε­ται τό­σο ἀ­πό­λυ­τη, για­τί πα­ρα­μέ­νει γιά τόν κα­θέ­να ἀ­πό μᾶς ἄ­γνω­στη ἐμ­πει­ρί­α. Κα­νείς δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν νά ἀ­πο­κτή­σει ἐμ­πει­ρί­α τοῦ θα­νά­του του. Κα­νείς μας δέν ἔ­χει βι­ώ­σει τόν βι­ο­λο­γι­κό θά­να­το, γιά νά μᾶς φα­νε­ρώ­σει πῶς εἶ­ναι. Βε­βαί­ως, ὁ Χρι­στός καί τά χα­ρι­σμα­τι­κά μέ­λη τοῦ Σώ­μα­τός Του, οἱ Ἅ­γιοι της Ἐκ­κλη­σί­ας, φα­νέ­ρω­σαν τήν ἀν­τί­πε­ρα ὄ­χθη τῆς ζω­ῆς, τήν πραγ­μα­τι­κή καί ἄ­φθαρ­τη ζω­ή τῆς αἰ­ω­νι­ό­τη­τας με­τά τόν φυ­σι­κό θά­να­το.

Αὐ­τή ἡ βε­βαι­ό­τη­τα εἶ­ναι ἀ­πο­κά­λυ­ψη μιᾶς ἄλ­λης δι­ά­στα­σης τῆς ζω­ῆς, ἡ ὁ­ποί­α ὅ­μως ὑ­περ­βαί­νει κα­τά πο­λύ τήν ἐμ­πει­ρί­α μας. Ἐ­δῶ, ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ καί ἡ μαρ­τυ­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πο­βαί­νουν τά μό­να ση­μεῖ­α στή­ρι­ξης τῆς ὑ­πάρ­ξε­ώς μας, ἀ­πο­κα­λύ­πτον­τας τό θαῦ­μα τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως. Χω­ρίς αὐ­τά, καμ­μί­α λο­γι­κή, καμ­μί­α ἐ­πι­στη­μο­νι­κή ἤ φι­λο­σο­φι­κή γνώ­ση, καμ­μί­α δύ­να­μη τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας καί τοῦ κό­σμου τού­του δέν μπο­ρεῖ νά φω­τί­σει τό σκο­τά­δι τοῦ θα­νά­του καί νά δι­α­λύ­σει τά ἀ­δι­έ­ξο­δά μας. Μό­νο ἡ Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου, δη­λα­δή ἡ ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ ἴ­διου του Θε­οῦ, πού γί­νε­ται πί­στη τοῦ ἀν­θρώ­που, εἶ­ναι ἡ ἀ­πάν­τη­ση. Αὐ­τή μᾶς φα­νε­ρώ­νει ὅ­τι ὁ θά­να­τος δέν εἶ­ναι πλέ­ον τό τέ­λος, ἀλ­λά ἔ­γι­νε ἐν Χρι­στῷ πά­σχα, δη­λα­δή δι­ά­βα­ση καί με­τά­βα­ση στήν ὄν­τως «αἰ­ώ­νιον ζω­ήν».

Βε­βαί­ως, ὁ θά­να­τος εἶ­ναι κά­τι πού ἀν­τι­με­τω­πί­ζου­με κα­θη­με­ρι­νά. Ἡ πα­ροῦ­σα ζω­ή δέν φαί­νε­ται ὅ­μως τό­σο βά­ναυ­ση καί κα­τα­πι­ε­στι­κή ὥ­στε νά ὑ­πο­τι­μή­σου­με καί νά ἀρ­νη­θοῦ­με αὐ­τόν τόν κό­σμο καί νά θε­λή­σου­με ἕ­να ἄλ­λον, ἰ­δε­ώ­δη, πού δέν ἔ­χου­με γνω­ρί­σει. Δέν εἶ­ναι πε­ρι­φρό­νη­ση τῶν ἐ­πι­γεί­ων πραγ­μά­των. Εἶ­ναι ἀ­γώ­νας γιά ἀ­λή­θεια, ἀ­γά­πη, ἐλ­πί­δα καί πί­στη. Πρό­κει­ται γιά μιά δια­ρκῆ σχέ­ση καί κοι­νω­νί­α μέ τόν Θε­ό καί τόν ἄν­θρω­πο. Μί­α τέ­τοι­α ζω­ή ὑ­περ­βαί­νει τό φράγ­μα τοῦ θα­νά­του καί, τό­τε, ὄ­χι μό­νο οἱ χα­ρές, τά ἀ­γα­θά καί οἱ ὀ­μορ­φι­ές τῆς ζω­ῆς, ἀλ­λά ἀ­κό­μη καί αὐ­τές οἱ λύ­πες, οἱ δο­κι­μα­σί­ες καί τά δά­κρυ­ά της με­τα­μορ­φώ­νον­ται λυ­τρω­τι­κά. Ὅ­σοι ἀ­πό μᾶς βλέ­που­με μέ αὐ­τόν τόν τρό­πο τή ζω­ή, μπο­ροῦ­με νά βι­ώ­σου­με ἐν Χρι­στῷ τόν θά­να­το σάν ὕ­πνο, πού θά μᾶς ξυ­πνή­σει στήν κοι­νή ἀ­νά­στα­ση. Πρό­κει­ται γιά δρό­μο σκλη­ρό, ἐ­πί­πο­νο καί ὀ­δυ­νη­ρό, πού ὅ­μως τό τέρ­μα του εἶ­ναι λυ­τρω­τι­κό. Ἡ ζω­ή τοῦ Θε­αν­θρώ­που μᾶς δεί­χνει ὅ­τι Σταυ­ρός καί Ἀ­νά­στα­ση εἶ­ναι ἀλ­λη­λέν­δε­τα, καί ὅ­τι ὁ πό­νος τοῦ Σταυ­ροῦ καί τῆς σταυ­ρι­κῆς πο­ρεί­ας φω­τί­ζε­ται πάν­το­τε ἀ­πό τή χα­ρά τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως.

«Βε­βαί­ως, δέν κη­ρύσ­σου­με Κύ­ριο τόν ἑ­αυ­τό μας, ἀλ­λά τόν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, ἐ­νῶ τόν ἑ­αυ­τό μας δοῦ­λο σας γιά χά­ρη τοῦ Ἰ­η­σοῦ. Για­τί ὁ Θε­ός πού εἶ­πε νά λάμ­ψει φῶς ἀ­πό τό σκο­τά­δι, αὐ­τός ἔ­λαμ­ψε καί στίς καρ­δι­ές μας γιά νά φέ­ρει στό φῶς τή γνώ­ση τῆς δό­ξας τοῦ Θε­οῦ στό πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ. Κι ἔ­χου­με τόν θη­σαυ­ρό αὐ­τό μέ­σα σέ εὔ­θρα­στα σκεύ­η, γιά νά φα­νεῖ ὅ­τι τέ­τοι­α ὑ­περ­βο­λι­κή δύ­να­μη εἶ­ναι τοῦ Θε­οῦ καί δέν προ­έρ­χε­ται ἀ­πό μᾶς. Πι­ε­ζό­μα­στε μέ κά­θε τρό­πο, ἀλ­λά δέν φτά­νου­με σέ ἀ­δι­έ­ξο­δο· βρι­σκό­μα­στε σέ ἀ­μη­χα­νί­α, ἀλ­λ’ ὄ­χι καί σέ ἀ­πελ­πι­σί­α· δι­ω­κό­μα­στε ἀλ­λά δέν ἐγ­κα­τα­λεί­που­με, κα­τα­βαλ­λό­μα­στε ἀλ­λά δέν χα­νό­μα­στε. Πάν­το­τε φέ­ρου­με στό σῶ­μά μας τόν θά­να­το τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ, γιά νά φα­νε­ρω­θεῖ καί ἡ ζω­ή τοῦ Ἰ­η­σοῦ στό σῶ­μά μας. Δι­ό­τι, ἐ­νῶ ζοῦ­με, πα­ρα­δι­νό­μα­στε πάν­το­τε σέ θά­να­το χά­ριν τοῦ Ἰ­η­σοῦ, γιά νά φα­νε­ρω­θεῖ καί ἡ ζω­ή τοῦ Ἰ­η­σοῦ στό θνη­τό μας σῶ­μα. Ὥ­στε ὁ μέν θά­να­τος συν­τε­λεῖ­ται σέ μᾶς, ἀλ­λά ἡ ζω­ή σέ σᾶς» (Κορ. Β΄ 4, 5-12).

Ἡ ἀ­λη­θι­νή ζω­ή δέν μπο­ρεῖ πα­ρά νά προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τήν πη­γή τῆς ζω­ῆς, τόν Θε­ό. Τό νό­η­μα τῆς ζω­ῆς βρί­σκε­ται συ­νε­πῶς σέ σχέ­ση καί ἀ­να­φο­ρά πρός τόν Κύ­ριο. Ὅ­ποι­ος ἀ­πο­συν­δέ­ε­ται ἀ­πό τόν Θε­ό εἶ­ναι οὐ­σι­α­στι­κά νε­κρός. Ἀ­κό­μη καί οἱ με­γα­λύ­τε­ρες ἀ­ρε­τές καί τά ἀ­γα­θό­τε­ρα χα­ρί­σμα­τα δέν ὑ­πάρ­χουν ἀ­πό μό­να τους, ἀλ­λά κα­θί­σταν­ται λει­ψά χω­ρίς τήν ἀ­να­στά­σι­μη προ­ο­πτι­κή. Γιά μᾶς τούς πι­στούς, ἡ Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι ἡ ἐκ­μη­δέ­νι­ση τοῦ θα­νά­του καί ἡ πη­γή τῆς ζω­ῆς πέ­ρα ἀ­πό τόν τά­φο. Εἶ­ναι ἡ ἀ­παρ­χή μιᾶς «ἄλ­λης βι­ο­τῆς, τῆς αἰ­ω­νί­ου». Ἡ μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου καί ἡ ἐμ­πει­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­πτει καί μᾶς ἐγ­γυᾶ­ται τό «πε­ρισ­σόν τῆς ζω­ῆς» καί τή συ­νέ­χειά της στήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα.

ΑΓΙΟΝ ΠΑΣΧΑ 2014
Μέ πα­τρι­κές εὐ­χές
Ὁ Μη­τρο­πο­λί­της

+ ο χιου, ψα­ρων και οι­νουσ­σων ΜΑΡΚΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου